poire: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ iwiki +az:poire |
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη mg |
||
Γραμμή 42: | Γραμμή 42: | ||
[[lo:poire]] |
[[lo:poire]] |
||
[[lv:poire]] |
[[lv:poire]] |
||
[[mg:poire]] |
|||
[[no:poire]] |
[[no:poire]] |
||
[[oc:poire]] |
[[oc:poire]] |
Αναθεώρηση της 18:56, 29 Ιουνίου 2011
Γαλλικά (fr)
Ετυμολογία
- poire < Πρότυπο:ετυμ δημ la pira, πληθυντικός του κλασικού pirum
Ουσιαστικό
ενικός | πληθυντικός |
poire | poires |
poire (fr) θηλυκό
- το αχλάδι
- αντικείμενο με μορφή αχλαδιού
- (λαϊκότροπο) το πρόσωπο, το μούτρο
- il a pris un coup de poing en pleine poire : έφαγε μια μπουνιά στα μούτρα
- (λαϊκότροπο) χαζός, αφελής άνθρωπος, κορόιδο
Εκφράσεις
- être la poire: είμαι το θύμα
- être poire: παραείμαι υπομονητικός
- se sucer la poire: φιλιέμαι