poire: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Lou bot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Νέο Σύστημα
{{ετ
 
(22 ενδιάμεσες εκδόσεις από 8 χρήστες δεν εμφανίζονται)
Γραμμή 2: Γραμμή 2:


==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < {{ετυμ δημ la|FR}} [[pira]], πληθυντικός του κλασικού [[pirum]]
: '''{{PAGENAME}}''' < {{ετυμ|la-vul|fr|pira}}, πληθυντικός του κλασικού [[pirum]]

==={{προφορά}}===
: {{ήχος|fr}}


==={{ουσιαστικό|fr}}===
==={{ουσιαστικό|fr}}===
{{fr-κλίσ-rég}}
{{fr-κλίσ-rég}}
{{τ|fr|{{PAGENAME}}}} {{θ}}
{{τ|fr|{{PAGENAME}}}} {{θ}}
# το [[αχλάδι]]
# {{ετ|φρούτο|fr}} το [[αχλάδι]]
# αντικείμενο με μορφή αχλαδιού
# αντικείμενο με μορφή αχλαδιού
# {{λαϊκ}} το [[πρόσωπο]], το [[μούτρο]]
# {{ετ|λαϊκ|fr}} το [[πρόσωπο]], το [[μούτρο]]
#: ''il a pris un coup de poing en pleine '''poire''''' : έφαγε μια μπουνιά στα μούτρα
#: {{eg}} ''il a pris un coup de poing en pleine '''poire''''' : έφαγε μια μπουνιά στα '''μούτρα'''
# {{λαϊκ}} [[χαζός]], [[αφελής]] άνθρωπος, [[κορόιδο]]
# {{ετ|λαϊκ|fr}} [[χαζός]], [[αφελής]] άνθρωπος, [[κορόιδο]]
#: ''mais quelle '''poire''', celui-là ! - μα τι '''χαζός''' που είναι!''
#: {{eg}} ''mais quelle '''poire''', celui-là !'' - μα τι '''χαζός''' που είναι!
#:: {{συνων}} [[naïf]], [[dupe]]
#: {{συνων}} [[naïf]], [[dupe]]


===={{εκφράσεις}}====
===={{εκφράσεις}}====
Γραμμή 21: Γραμμή 24:


===={{συγγενικά}}====
===={{συγγενικά}}====
* [[poiré]]
* {{λ|poiré|fr}}
* [[poirier]]
* {{λ|poirier|fr}}

[[ca:poire]]
[[cs:poire]]
[[de:poire]]
[[en:poire]]
[[es:poire]]
[[fa:poire]]
[[fi:poire]]
[[fr:poire]]
[[gl:poire]]
[[hu:poire]]
[[id:poire]]
[[io:poire]]
[[it:poire]]
[[ko:poire]]
[[lo:poire]]
[[no:poire]]
[[oc:poire]]
[[pt:poire]]
[[ru:poire]]
[[sv:poire]]
[[tr:poire]]
[[zh:poire]]

Τελευταία αναθεώρηση της 02:32, 21 Σεπτεμβρίου 2021

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
poire < δημώδης λατινική pira, πληθυντικός του κλασικού pirum

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
poire poires

poire (fr) θηλυκό

  1. (φρούτο) το αχλάδι
  2. αντικείμενο με μορφή αχλαδιού
  3. (λαϊκότροπο) το πρόσωπο, το μούτρο
    il a pris un coup de poing en pleine poire : έφαγε μια μπουνιά στα μούτρα
  4. (λαϊκότροπο) χαζός, αφελής άνθρωπος, κορόιδο
    mais quelle poire, celui-là ! - μα τι χαζός που είναι!
     συνώνυμα: naïf, dupe

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]