Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ο άνθρωπος που γνώριζε πολλά

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ο άνθρωπος που γνώριζε πολλά
ΣκηνοθεσίαΆλφρεντ Χίτσκοκ
ΠαραγωγήΆλφρεντ Χίτσκοκ
ΣενάριοΤζον Μάικλ Χέιζ
Άνγκους Μακ Φέιλ
ΠρωταγωνιστέςΤζέιμς Στιούαρτ
Ντόρις Ντέι
Μπρέντα Ντε Μπάνζι
Μπέρναρντ Μάιλς
ΜουσικήΜπέρναρντ Χέρμαν
Άρθουρ Μπέντζαμιν
ΦωτογραφίαΡόμπερτ Μπερκς
ΜοντάζΤζορτζ Τομασίνι
Εταιρεία παραγωγήςParamount Pictures
ΔιανομήParamount Pictures και Netflix
Πρώτη προβολήCountry flag 1/6/1956
Κυκλοφορία1956
Διάρκεια120 λεπτά
ΠροέλευσηΗνωμένες Πολιτείες Αμερικής
ΓλώσσαΑγγλικά
Commons page Σχετικά πολυμέσα
Το τρέιλερ της ταινίας

Η ταινία Ο άνθρωπος που γνώριζε πολλά (αγγλ. The Man Who Knew Too Much) είναι θρίλερ παραγωγής 1956, σε σκηνοθεσία Άλφρεντ Χίτσκοκ. Πρωταγωνιστές της ταινίας είναι ο Τζέιμς Στιούαρτ και η Ντόρις Ντέι. Η ταινία αποτελεί επανεκτέλεση της ταινίας του 1934 Ο άνθρωπος που ήξερε πολλά (The Man Who Knew Too Much) σκηνοθετημένης επίσης από τον Χίτσκοκ. Στο βιβλίο του Φρανσουά Τρυφώ του 1967, με τίτλο Χίτσκοκ/Τρυφώ, το οποίο βασίζεται στη συζήτηση των δυο σκηνοθετών πάνω στο έργο του Χίτσκοκ, ο Τρυφώ τόνισε ότι η επανεκτέλεση είναι σε πολλά σημεία ανώτερη του πρωτότυπου. Ο Χίτσκοκ του απάντησε: «Ας πούμε ότι η πρώτη εκτέλεση είναι το αποτελεί το αποτέλεσμα της δουλειάς ενός ταλαντούχου ερασιτέχνη κι ότι η επανεκτέλεση είναι το έργο ενός επαγγελματία»[1][2].

Η ταινία βραβεύτηκε με Όσκαρ Πρωτότυπου Τραγουδιού για το τραγούδι Whatever Will Be, Will Be (Que Sera, Sera) που ερμηνεύει η Ντέι στην ταινία. Συμμετείχε επίσης στο Φεστιβάλ των Καννών του 1956[3].

Κατά τη διάρκεια ενός ιατρικού συνεδρίου στο Παρίσι, ο γιατρός Μπεν ΜακΚέννα (Τζέιμς Στιούαρτ), η σύζυγός του Τζο (Ντόρις Ντέι), πρώην τραγουδίστρια και ηθοποιός του θεάτρου κι ο έφηβος γιος τους Χανκ, αποφασίζουν να επισκεφθούν το Μαρακές στο Μαρόκο. Όταν φτάνουν στο Μαρόκο ο Μπεν προσεγγίζεται από έναν Γάλλο, τον Λουί Μπερνάρ (Ντανιέλ Ζελέν), τον οποίο είχε συναντήσει στο λεωφορείο το οποίο τους μετέφερε στο Μαρακές κι ο οποίος τώρα είναι μεταμφιεσμένος σε Άραβα. Ο Μπερνάρ προλαβαίνει να ψιθυρίσει στο αυτί του Μπεν ότι κάποιοι σχεδιάζουν απόπειρα δολοφονίας ενός πολιτικού προσώπου στο Λονδίνο, την ώρα που ένας άγνωστος του καρφώνει ένα μαχαίρι στην πλάτη. Μετά τη δολοφονία του Μπερνάρ, ο Μπεν διστάζει να ειδοποιήσει τις αρχές για να τους αναφέρει όσα του ψιθύρισε ο άνδρας, καθώς τα άτομα που έχουν οργανώσει τη δολοφονία προσπαθούν να τον κάνουν να σιωπήσει απαγάγοντας το γιο του Χανκ. Οι απαγωγείς είναι ο Έντουαρντ (Μπέρναρντ Μάιλς) και η Λούσι Ντέιτον (Μπρέντα Ντε Μπάνζι), τους οποίους οι ΜακΚέννα γνώρισαν κατά τη διάρκεια του ταξιδιού. Μην έχοντας άλλη επιλογή το ζευγάρι επιστρέφει στο Λονδίνο προκειμένου να εντοπίσουν τους απαγωγείς, που πλέον έχουν φύγει από το Μαρόκο και να σώσουν τη ζωή του Χανκ.

Πληροφορίες παραγωγής

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Άλφρεντ Χίτσκοκ είχε από το 1941 την επιθυμία του να σκηνοθετήσει μια αμερικανική εκδοχή της ταινίας του 1934 Ο άνθρωπος που ήξερε πολλά. Όμως κατάφερε να πραγματοποιήσει αυτή του την επιθυμία το 1956, καθώς είχε θέσει ως όρο στο συμβόλαιό του με την Paramount Pictures την επανεκτέλεση της ταινίας του 1934. Η εταιρία ήταν σύμφωνη για τη δημιουργία ενός ριμέικ που θα προσάρμοζε την υπόθεση στη δεκαετία του '50. Ο Χίτσκοκ προσέλαβε για τη συγγραφή του σεναρίου τον σεναριογράφο Τζον Μάικλ Χέιζ, στον οποίο έθεσε τον όρο να μη δει την εκτέλεση του 1934, ούτε να διαβάσει το σενάριό της. Ήταν ο Χίτσκοκ εκείνος που του διηγήθηκε την υπόθεση της ταινίας πάνω στην οποία πάτησε για να γράψει το σενάριο. Όταν ο σκηνοθέτης ξεκίνησε τα γυρίσματα, είχε στα χέρια του μόνο τις πρώτες σκηνές της ταινίας. Ο Χέιζ του έστειλε τις υπόλοιπες σκηνές μέσω ταχυδρομείου ενώ τα γυρίσματα συνεχίζονταν[4].

Ο Χίτσκοκ προσέλαβε για άλλη μια φορά, ως πρωταγωνιστή της ταινίας, τον Τζέιμς Στιούαρτ με τον οποίο είχε ήδη συνεργαστεί στις ταινίες Ο βρόχος (Rope, 1948) και Σιωπηλός μάρτυς (Rear Window, 1954). Ο σκηνοθέτης απαίτησε επίσης να ανατεθεί ο ρόλος της συζύγου του Στιούαρτ στην ξανθιά ηθοποιό Ντόρις Ντέι εφόσον του άρεσε η ερμηνεία της στην ταινία Όταν η θύελλα ξεσπά (Storm Warning, 1951). Αλλά ο Χέρμπερτ Κόλμαν της Paramount έφερε αντιρρήσεις εφόσον γνώριζε την ηθοποιό μόνο από τη δουλειά της ως τραγουδίστρια. Ο Κόλμαν πρότεινε στο Χίτσκοκ μια σειρά από πιο γνωστές ξανθές ηθοποιούς όπως η Γκρέις Κέλι, η Κιμ Νόβακ και η Λάνα Τέρνερ, ή ως εναλλακτική λύση ανέφερε τα ονόματα των μελαχρινών Άβα Γκάρντνερ, Τζιν Τίρνεϊ και Τζέιν Ράσελ, αλλά ο σκηνοθέτης παρέμεινε ανένδοτος κι η Ντέι ανέλαβε το ρόλο[4].

Τα γυρίσματα της ταινίας ξεκίνησαν στο Μαρακές, αλλά ο σκηνοθέτης αναγκάστηκε να αλλάξει το πρόγραμμα των γυρισμάτων για να μην συμπέσουν με το Ραμαζάνι. Η Ντέι ένιωσε αποστροφή με τον τρόπο που οι ντόπιοι μεταχειρίζονταν τα ζώα και συμφώνησε να ξεκινήσει τα γυρίσματα μόνο αφότου το συνεργείο της ταινίας έστησε ένα σταθμό όπου τάιζαν τα ζώα κοντά στο κινηματογραφικό σετ[4]. Έπειτα η παραγωγή μεταφέρθηκε στο Λονδίνο και το Λος Άντζελες όπου ολοκληρώθηκαν τα γυρίσματα.

Ο συνθέτης Μπέρναρντ Χέρμαν χρησιμοποίησε ως επί το πλείστον το μουσικό θέμα του Άρθουρ Μπέντζαμιν Storm Clouds Cantata για την κλιμάκωση των σκηνών της ταινίας. Στην ταινία χρησιμοποιήθηκε επίσης το τραγούδι που έγραψαν οι Λίβινγκστον και Έβανς με τίτλο Whatever Will Be, Will Be (Que Sera, Sera) για να αναδειχτούν οι φωνητικές ικανότητες της Ντέι, που υποδυόταν μια τραγουδίστρια που έχει αποσυρθεί για να ζήσει με τον σύζυγό της. Το τραγούδι έφτασε στο νούμερο 2 στον κατάλογο με τις επιτυχίες των Η.Π.Α.[5] και στο νούμερο 1 στην Αγγλία[6].

Διαφορές με την εκτέλεση του 1934

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η υπόθεση παρουσιάζει αρκετές διαφορές μεταξύ των δυο εκτελέσεων. Η πρώτη εκτέλεση διαδραματίζεται στο Σαιντ Μόριτς στην Ελβετία κι όχι στο Μαρόκο. Στην εκτέλεση του 1934 το θύμα της απαγωγής είναι η κόρη του ζευγαριού ενώ σε εκείνη του 1956 θύμα είναι ο γιος. Η κλιμάκωση του τέλους της πρώτης ταινίας διαδραματίζεται στο Ιστ Εντ του Λονδίνου, ενώ το κλείσιμο της δεύτερης εκδοχής λαμβάνει χώρα στην πρεσβεία.

Με προϋπολογισμό 1.200.000 δολαρίων, η ταινία είχε εμπορική επιτυχία κάνοντας εισπράξεις της τάξης με των 4.100.000 δολαρίων[7].

Βράβευση:

  • Καλύτερου πρωτότυπου τραγουδιού – Whatever Will Be, Will Be (Que Sera, Sera)
  1. Coe, Jonathan. «The Man Who Knew Too Much». Sight and Sound. BFI. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 10 Μαρτίου 2012. Ανακτήθηκε στις 13 Απριλίου 2012. 
  2. http://books.google.com/books?id=NnE_sPb3XBQC&lpg=PP1&pg=PA94#v=onepage&q&f=false
  3. «Festival de Cannes: The Man Who Knew Too Much». festival-cannes.com. Ανακτήθηκε στις 4 Φεβρουαρίου 2009. 
  4. 4,0 4,1 4,2 (2000) Album notes for The Man Who Knew Too Much [booklet]. Universal Home Video.
  5. Whitburn (1987), p. 87
  6. «everyHit.com - UK Top 40 Hit Database». everyHit.com. Ιουνίου 1956. Ανακτήθηκε στις 25 Αυγούστου 2008. 
  7. 'The Top Box-Office Hits of 1956', Variety Weekly, January 2, 1957

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]