Μετάβαση στο περιεχόμενο

Νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Η σφαγή του Αγίου Βαρθολομαίου, Φρανσουά Ντυμπουά.

Η νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου (γαλλικά: Massacre de la Saint-Barthélemy‎‎ = Σφαγή του Αγίου Βαρθολομαίου) αναφέρεται στη σφαγή των Γάλλων προτεσταντών (Ουγενότων) από τους Καθολικούς στο Παρίσι στις 24 Αυγούστου 1572, ανήμερα του Αγίου Βαρθολομαίου. Η σφαγή αυτή διήρκεσε δύο τουλάχιστον μέρες στην πρωτεύουσα και επεκτάθηκε στην επαρχία.

Το τραγικό αυτό επεισόδιο των Θρησκευτικών Πολέμων της Γαλλίας, ήταν αποτέλεσμα τόσο θρησκευτικών, όσο και πολιτικών και κοινωνικών αιτίων. Ήταν αποτέλεσμα της βαθιάς διαίρεσης όλων των στρωμάτων του γαλλικού λαού, του ανταγωνισμού των οικογενειών Γκιζ και Βουρβόνων για τη διαδοχή της ετοιμοθάνατης βασιλεύουσας δυναστείας των Βαλουά και αντικατόπτριζε επίσης τις εντάσεις μεταξύ της Γαλλίας και της Ισπανίας, οι οποίες τροφοδοτούνταν από τις εξεγέρσεις στις Κάτω Χώρες.

Η ιστοριογραφική παράδοση θέλει ως κύριους υπαίτιους της σφαγής τον βασιλιά Κάρολο Θ΄ και τη μητέρα του, Αικατερίνη των Μεδίκων. Ελλείψει πηγών, οι ιστορικοί ακόμα και σήμερα διαφωνούν για τον ακριβή ρόλο του στέμματος στο γεγονός αυτό. Το μόνο που είναι σίγουρο είναι ότι υπήρξε βασιλική έγκριση για το μακελειό. Το πρωινό της 24ης Αυγούστου, ο Κάρολος Θ΄ είχε διατάξει τη διακοπή των δολοφονιών, αλλά δεν μπόρεσε να ανακόψει την οργή και το ζήλο του λαού.

Η σφαγή του Αγίου Βαρθολομαίου αποτέλεσε σημείο αναφοράς για τους Γαλλικούς Θρησκευτικούς Πολέμους. Το κίνημα των Ουγενότων τραυματίστηκε από τον χαμό πολλών επιφανών αριστοκρατών ηγετών του, αλλά και από τις εσωτερικές ανακατατάξεις και τη ριζοσπαστική αλλαγή των πεποιθήσεων τους: οι Γάλλοι προτεστάντες πλέον βρίσκονταν σε ανοιχτό πόλεμο με το στέμμα. Σε αντίθεση με τους τρεις προηγούμενους εμφύλιους πολέμους, δεν επρόκειτο για έναν πόλεμο ενάντια στην πολιτική του στέμματος, αλλά ενάντια στην ίδια την ύπαρξη της Γαλλικής μοναρχίας.[1] Ήταν μια «από τις χειρότερες θρησκευτικές σφαγές του 16ου αιώνα».[2] Σε όλη την Ευρώπη, ως γεγονός χάραξε στο μυαλό των Προτεσταντών ότι «ο Ρωμαιοκαθολικισμός ήταν μια αιματοβαμμένη και δόλια θρησκεία».[3]

Ναύαρχος Γκασπάρ ντε Κολινύ, αρχηγός των Ουγενότων.

Μια αντιδημοφιλής ειρήνη και ένας αντιδημοφιλής γάμος

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τον Αύγουστο του 1570 και ενώ τα προτεσταντικά στρατεύματα υπό τον ναύαρχο Γκασπάρ ντε Κολινύ (Coligny) βάδιζαν κατά του Παρισιού, ο νεαρός βασιλιάς Κάρολος Θ΄, που σπανίως εξέφραζε γνώμη, υπέγραψε απροσδόκητα την Ειρήνη του Σαιν-Ζερμαίν. Με τη συνθήκη αυτή παραχωρούσε στους Ουγενότους ισοπολιτεία και σχεδόν απεριόριστη ελευθερία λατρείας. Αυτό εξόργισε τους καθολικούς για τον επιπρόσθετο λόγο ότι, παρά την προέλαση του Κολινύ, τα προτεσταντικά στρατεύματα προέρχονταν από σειρά ηττών στο πεδίο της μάχης.

Η μητέρα του βασιλιά Αικατερίνη των Μεδίκων, ουσιαστικά κυβερνήτης της Γαλλίας μέχρι εκείνη τη στιγμή, είτε από ειλικρινή επιθυμία να συμπαρασταθεί στην προσπάθεια του γιου της και να ειρηνεύσει το βασίλειο είτε για «να κερδίσει καιρό», όπως καθησύχαζε τον πάπα και τον Φίλιππο Β΄ της Ισπανίας, σχεδίασε τον γάμο της κόρης της Μαργαρίτας των Βαλουά (της αποκαλούμενης «βασίλισσας Μαργκό») με τον Ερρίκο των Βουρβόνων, βασιλιά της Ναβάρρας και αρχηγό των Γάλλων προτεσταντών.

Η μητέρα του Ερρίκου, η βασίλισσα της Ναβάρρας Ιωάννα ντ’ Αλμπρέ, είδε να ανοίγονται μεγάλες προοπτικές για τον γιο της, που ήταν άλλωστε κι αυτός απόγονος του Αγίου Λουδοβίκου: μόνο οι δύο αδελφοί του Καρόλου Θ΄ θα τον χώριζαν από τον θρόνο της Γαλλίας. Συμφώνησε, θέτοντας όμως τους όρους της : ο γάμος δεν θα γινόταν κατά το καθολικό τυπικό και οπωσδήποτε ο Ερρίκος δεν θα παρακολουθούσε την εν συνεχεία λειτουργία. Η Αικατερίνη δέχθηκε, παρά τις παπικές αντιδράσεις.

Ο Κολινύ εν τω μεταξύ ήρθε στην αυλή και κατέκτησε τον βασιλιά. Ο Κάρολος τον γέμισε τιμές και χρήματα κι ο ναύαρχος έκανε το παν για να τον εξωθήσει σε έναν πόλεμο με την Ισπανία, που θα απέφερε στη Γαλλία μεγάλο μέρος των ισπανοκρατούμενων Κάτω Χωρών (6-9 Αυγούστου 1572). Η Αικατερίνη όμως κατόρθωσε να ματαιώσει αυτήν την προσπάθεια.

Ο γάμος ορίστηκε για τις 18 Αυγούστου 1572. Στις 19 Ιουνίου η Ιωάννα ντ’ Αλμπρέ πέθανε από πλευρίτιδα στο Παρίσι, όπου είχε πάει για αγορές. Οι Ουγενότοι υποπτεύθηκαν ότι δηλητηριάστηκε. Ο Ερρίκος ήρθε στο Παρίσι τον Αύγουστο συνοδευόμενος από τον ναύαρχο Κολινύ και οκτακόσιους Ουγενότους. Άλλες τέσσερις χιλιάδες ένοπλοι τους ακολούθησαν τις επόμενες μέρες. Τα πνεύματα στο καθολικό Παρίσι ήταν εξαιρετικά οξυμένα. Οι καθολικοί κατηγορούσαν την ηγεσία του κράτους ότι παραδόθηκε στους Ουγενότους. Οι κάτοικοι του Παρισιού, φανατικοί Καθολικοί, δεν επιθυμούσαν την παρουσία τους. Σύμφωνα με τα κηρύγματα των ιεροκηρύκων, κυρίως Καπουτσίνων μοναχών, «προκαλούσε τρόμο» ο γάμος μιας Γαλλίδας πριγκίπισσας με ένα προτεστάντη. Ακόμα και το Παρλαμέντο του Παρισιού ήταν αντίθετο στον γάμο. Επιπλέον, η πολυτέλεια και τα έξοδα για τους βασιλικούς γάμους, καθώς και η ακρίβεια, που πήγαζε από την αύξηση της φορολογίας και τη φτωχή σοδειά εκείνου του χρόνου,[4] προκάλεσαν την οργή του λαού.

Ακόμα και η βασιλική αυλή βρισκόταν σε ένταση. Η Αικατερίνη των Μεδίκων δεν είχε αποσπάσει τη συγκατάθεση του Πάπα για τον ξεχωριστό αυτόν γάμο και κατά συνέπεια οι Γάλλοι ιεράρχες δίσταζαν να πάρουν θέση. Χρειάστηκε πολύς κόπος από την Αικατερίνη για να καταφέρει να πείσει τον Καρδινάλιο ντε Μπουρμπόν να τελέσει τον γάμο.

Ο γάμος έγινε στις 18 Αυγούστου όπως προέβλεπαν οι όροι της συμφωνίας των βασιλισσών, και ενώ η Αικατερίνη είχε λάβει τα μέτρα της ώστε να μη φτάσει στο Παρίσι παπική απαγόρευση. Ο Κολινύ εν τω μεταξύ συνέχισε να πιέζει τον βασιλιά για βοήθεια προς τις επαναστατημένες Κάτω Χώρες και λεγόταν ότι ήταν έτοιμος να αναχωρήσει για το μέτωπο. Η Αικατερίνη ειδοποιήθηκε ότι σχεδιαζόταν απαγωγή αυτής και του βασιλιά. Σε όλη την πόλη ακούγονταν τα σφυροκοπήματα των σιδηρουργείων.

Απόπειρα δολοφονίας του Κολινί

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Γκραβούρα που απεικονίζει την απόπειρα δολοφονίας εναντίον του Γκασπάρ ντε Κολινί.

Στις 22 Αυγούστου 1572, έγινε απόπειρα δολοφονίας του ναυάρχου Κολινί, ο οποίος τραυματίστηκε στον αριστερό βραχίονα. Μεταφέρθηκε στο ξενοδοχείο του Μπετισί, όπου ο χειρουργός κατόρθωσε να του αφαιρέσει τις σφαίρες από τον αγκώνα και ακρωτηρίασε το ένα δάκτυλό του. Ο βασιλιάς εξοργίστηκε. Έστειλε τον προσωπικό του γιατρό στον Κολινύ, τον περίφημο Αμβρόσιο Παρέ, Ουγενότο, και διέταξε να εγκατασταθεί βασιλική φρουρά στο σπίτι του ναυάρχου. Η βασιλική οικογένεια επισκέφθηκε τον τραυματία κι ο Κάρολος ορκίστηκε να τιμωρήσει τους δράστες της απόπειρας. Ο Κολινύ επανέλαβε τις παραινέσεις του για πόλεμο με έπαθλο τη Φλάνδρα.

Ο Ερρίκος της Ναβάρρας επισκέφθηκε κι αυτός τον Κολινύ για να συζητήσουν περί του πρακτέου. Ο ναύαρχος απαγόρευσε κάθε βιαιοπραγία αλλά οι Ουγενότοι είχαν εξαγριωθεί. Όλη τη μέρα της 22ας Αυγούστου περιφέρονταν γύρω από το Λούβρο κραυγάζοντας ότι θα έπαιρναν τον νόμο στα χέρια τους. Πέρασαν επανειλημμένα έξω από το μέγαρο των Γκυζ απειλώντας με θάνατο. Ο βασιλιάς υποπτευόμενος τους Γκυζ συνέλαβε αρκετούς ανθρώπους τους κι ο δούκας με τον αδελφό του ζήτησαν άδεια να εγκαταλείψουν το Παρίσι. Τους δόθηκε, αυτοί έφτασαν μέχρι την πύλη του Αγίου Αντωνίου και μετά γύρισαν κρυφά στο μέγαρό τους.

Στις 23 Αυγούστου το συμβούλιο του βασιλιά συνήλθε για να εξετάσει σχετικά με την απόπειρα, παρουσία της Αικατερίνης. Τα στοιχεία βάρυναν την οικογένεια ντε Γκυζ. Το σπίτι απ’ όπου ρίχτηκαν οι πυροβολισμοί κατά του Κολινύ ανήκε (αν και δεν κατοικούσε σ’ αυτό) στη μητέρα ντε Γκυζ που είχε ορκιστεί τον θάνατο του ναυάρχου τον οποίο θεωρούσε υπεύθυνο της δολοφονίας του συζύγου της προ δεκαετίας. Ο δράστης είχε διαφύγει με άλογο που είχε πάρει από τους σταύλους των Γκυζ. Ο αδελφός του βασιλιά, ο δούκας ντ’ Ανζού, φαινόταν αναμεμειγμένος (το όπλο ανήκε σε έναν από τους φρουρούς του), πίεζε μάλιστα για την εξόντωση των Ουγενότων αρχηγών. Ένας πράκτοράς του κατέφτασε με την πληροφορία ότι οι Ουγενότοι ετοίμαζαν εξέγερση για την άλλη μέρα. Προ των, αληθών ή υποτιθεμένων, κινδύνων να χάσει την επιρροή της στον βασιλιά γιο της, να κηρυχθεί πόλεμος με την Ισπανία και να κινδυνεύσει η ζωή της, η Αικατερίνη αποφάσισε τον όλεθρο των Ουγενότων.

Αλλά έπρεπε να συμφωνήσει και ο βασιλιάς, ο οποίος επέμενε να τιμωρηθούν οι φυσικοί και προ πάντων οι ηθικοί αυτουργοί της απόπειρας. Στις δέκα το βράδυ της 23ης, η Αικατερίνη και οι σύμβουλοι περιστοίχισαν τον Κάρολο και τον πληροφόρησαν ότι επίκειται ανταρσία. Τριάντα χιλιάδες Ουγενότοι σχεδίαζαν να τον συλλάβουν και να τον κλείσουν σε προτεσταντικό φρούριο, όπως είχαν αποπειραθεί και στο παρελθόν. Μπορεί και να τον σκότωναν θεωρώντας τον υπεύθυνο της απόπειρας. Δεν υπήρχε οδός διαφυγής για τον βασιλιά : αν νικούσαν οι Ουγενότοι ήταν χαμένος. Αν νικούσαν οι καθολικοί ερήμην του, πάλι χαμένος ήταν. Ο Κάρολος, σε κατάσταση φοβερής ταραχής, αντιστεκόταν ακόμη : δεν θα ήταν αρκετό να συλληφθούν και να δικαστούν οι ενεχόμενοι στην ανταρσία ; Του απάντησαν ότι ήταν πια πολύ αργά για τέτοιες ενέργειες, ο έλεγχος είχε χαθεί. Η Αικατερίνη απείλησε ότι θα φύγει στην Ιταλία. Τα μεσάνυχτα ο Κάρολος, που ούτως ή άλλως δεν διακρινόταν για την ψυχική του ισορροπία και είχε φτάσει σε κατάσταση παραφροσύνης από την πίεση, έδωσε την έγκρισή για τη θανάτωση του ναυάρχου : «Στο διάβολο! Αφού το αποφασίσατε, σκοτώστε τον. Αλλά πρέπει να σκοτώσετε όλους του Ουγενότους για να μη μείνει κανείς να με κατηγορεί. Σκοτώστε τους όλους!» Εκτοξεύοντας βλαστήμιες και κατάρες κλείστηκε στο δωμάτιό του.

Η απόφαση είχε ληφθεί, και μάλιστα η παραφορά του βασιλιά έδωσε μεγάλο εύρος στην εφαρμογή της. Η Αικατερίνη απαίτησε να εξαιρεθούν ο πρίγκιπας του Κοντέ και οι Μονμορανσύ, καθώς και ο γαμπρός της Ερρίκος της Ναβάρρας, που τον ήθελε ως αντίβαρο στην αναμενόμενη παντοδυναμία των Γκυζ μετά την εξόντωση των Ουγενότων. Εξαιρέθηκε επίσης ο γιατρός του βασιλιά Αμβρόσιος Παρέ.

Λίγο μετά την απόφαση αυτή, οι δημοτικές αρχές του Παρισιού διατάχθηκαν να εξοπλίσουν τους κατοίκους και να κλείσουν τις πύλες της πόλης για να αποτραπεί κάθε προσπάθεια διαφυγής. Η δράση θα άρχιζε στις 3 το πρωί, όταν θα χτυπούσαν οι καμπάνες των εκκλησιών. Στους Γκυζ δόθηκε πλήρης ελευθερία κινήσεων.

Πρωινό στις πύλες του Λούβρου, πίνακας του 19ου αιώνα. Διακρίνεται στα μαύρα η Αικατερίνη των Μεδίκων.

Ενώ ήταν νύχτα ακόμη, ο δούκας ντε Γκυζ οδήγησε τους στρατιώτες του στο σπίτι του Κολινύ. Εξόντωσαν τη φρουρά του και μπήκαν στο δωμάτιο όπου ο ναύαρχος, έχοντας αντιληφθεί τί γινόταν, προσευχόταν γονατιστός περιμένοντας τον θάνατο. Τον χτύπησαν με ξίφη και εγχειρίδια και ενώ ήταν ακόμη ζωντανός τον έριξαν από το παράθυρο στον δρόμο, στα πόδια του Γκυζ. Το κεφάλι του κόπηκε και στάλθηκε στο Λούβρο, το σώμα του ακρωτηριάστηκε φρικτά και κρεμάστηκε από τις φτέρνες. Οι άντρες του Γκυζ σκορπίστηκαν στο Παρίσι κραυγάζοντας : «Σκοτώστε! σκοτώστε! Διαταγή του βασιλιά».

Εκείνη την ώρα ήρθε μήνυμα της Αικατερίνης στους Γκυζ ότι η απόφαση ανακαλούταν. Της απάντησαν ότι ήταν αργά, ο Κολινύ ήταν νεκρός. Η Αικατερίνη βρέθηκε προ του αδιεξόδου στο οποίο είχε βρεθεί τα μεσάνυχτα ο γιος της : δεν μπορούσε να κάνει πίσω. Διέταξε να χτυπήσουν οι καμπάνες.

Ακολούθησε ανελέητη σφαγή. Υπολογίζεται ότι δύο ως πέντε χιλιάδες άνθρωποι θανατώθηκαν στο Παρίσι. Τα σπίτια παραβιάζονταν και οι Ουγενότοι σέρνονταν έξω και σφάζονταν οικογενειακά. Οι Ουγενότοι ευγενείς της ακολουθίας του Ερρίκου της Ναβάρρας που είχαν εγκατασταθεί στο Λούβρο, καλούνταν στα βασιλικά διαμερίσματα και εκτελούνταν ένας ένας καθώς έμπαιναν. Ο δούκας ντε λα Ροσεφουκώ, που είχε παίξει τένις με τον βασιλιά την προηγουμένη, θανατώθηκε στο σπίτι του από μασκοφόρους που είχαν έλθει, όπως νόμισε, να τον καλέσουν σε χορό μεταμφιεσμένων της αυλής.

Οι νεκροί δεν ήταν όλοι Ουγενότοι. Κάποιοι βρήκαν την ευκαιρία να απαλλαγούν από ανεπιθύμητους συζύγους, από οικονομικούς ανταγωνιστές, από πλούσιους συγγενείς που καθυστερούσαν να πεθάνουν ακόμη και από ακαδημαϊκούς αντιπάλους. Αρκούσε η πληροφόρηση των ενόπλων στον δρόμο ότι στο συγκεκριμένο σπίτι κατοικούσε Ουγενότος. Η σφαγή συνοδευόταν από λεηλασία στην οποία επιδόθηκαν και μέλη της αυλής.

Ο Ερρίκος της Ναβάρρας και ο εξάδελφός του πρίγκιπας ντε Κοντέ κλήθηκαν από τον βασιλιά και τους ζητήθηκε να διαλέξουν μεταξύ «λειτουργίας ή θανάτου». Ο Ερρίκος υποσχέθηκε μεταστροφή, ο Κοντέ αρνήθηκε, αλλά σώθηκε από την Αικατερίνη.

Το μεσημέρι της 24ης Αυγούστου ο βασιλιάς, ύστερα από έκκληση ορισμένων πολιτών, διέταξε να σταματήσει η σφαγή και έδωσε εντολή στην αστυνομία να φυλακίζει προτεστάντες προκειμένου αυτοί να προστατευθούν. Έσωσε κάποιους έτσι, αλλά τελείως αλλοπρόσαλλος ων, διέταξε κάποιοι άλλοι να ριχτούν στον Σηκουάνα. Για λίγο η σφαγή κόπασε. Αλλά τη Δευτέρα 26 του μηνός, ένα λουλούδι άνθισε εκτός εποχής. Οι καμπάνες χτύπησαν πάλι για να πανηγυρίσουν το θαύμα και ο όχλος θεώρησε ότι αυτό ήταν ένα σύνθημα για να επαναλάβει τη σφαγή.

Ορισμένοι προτεστάντες γλίτωσαν τη σφαγή, καθώς κρύφτηκαν από φίλους τους Καθολικούς, ενώ άλλοι βρήκαν καταφύγιο στην οικία του πρέσβη της Αγγλίας Φράνσις Γουόλσιγκχαμ, προστατευόμενου από βασιλική φρουρά, ή ακόμα και στις οικίες των Γκιζ και Νεμούρ, όπου κατέφυγε η δούκισσα της Φερράρας, Ειρήνη της Γαλλίας, με τη συνοδεία της. Τέλος, Προτεστάντες οικείοι και συγγενείς της βασιλικής οικογένειας, όπως η δούκισσα Λουίζα του Κλερμόν, φίλη της Αικατερίνης των Μεδίκων, και πρίγκιπες και πριγκίπισσες του οίκου των Βουρβόνων και οι συνοδείες τους βρήκαν καταφύγιο πίσω από τα τείχη του Λούβρου.

Στις 26 του μηνός ο βασιλιάς διέσχισε εν πομπή τους γεμάτους πτώματα δρόμους και βεβαίωσε το Παρλαμέντο του Παρισιού ότι αυτός είχε διατάξει την εξολόθρευση των Ουγενότων.[5] Στις 28, με τη βασιλομήτορα και την αυλή, περιήλθε πολλές εκκλησίες ευχαριστώντας τον Θεό για την εξάλειψη της αίρεσης και τη σωτηρία της βασιλικής οικογένειας.

Αναμνηστικό νόμισμα με τη φιγούρα του Πάπα Γρηγορίου ΙΓ'

Η ένταση σύντομα επεκτάθηκε και στις πόλεις της γαλλικής επαρχίας, συνήθως υπό την καθοδήγηση συγκεκριμένων προσώπων ή ομάδων, όπως ο κόμης του Μονσορώ στην κοιλάδα του Λίγηρα[6]. Στις 25 Αυγούστου, έγινε σφαγή στην Ορλεάνη, στις 31 Αυγούστου στη Λυών, στις 11 Σεπτεμβρίου στην Μπουρζ, στις 3 Οκτωβρίου στο Μπορντώ και στις 4 Οκτωβρίου στις πόλεις Τρουά, Ρουέν και Τουλούζη, καθώς και σε άλλες πόλεις.

Η σφαγή του Αγίου Βαρθολομαίου δεν κράτησε μια νύχτα, αλλά μια ολόκληρη εποχή.

Ζυλ Μισελέ, ιστορικός

Οι αντιδράσεις των Αρχών ήταν ποικίλες. Ορισμένες φορές, παρότρυναν τις σφαγές, όπως, για παράδειγμα, στο Μπορντώ[7], όπου η σφαγή οργανώθηκε από το Παρλαμέντο, και την Τουλούζη, όπου υπέρ των δολοφονιών είχε ταχθεί ο κυβερνήτης της πόλης.[8] Άλλοτε πάλι προσπαθούσαν να προστατέψουν τους Ουγενότους, όπως έκανε ο επίσκοπος της Βιέν. Στην Τουρ και αλλού τους έκλειναν στη φυλακή για προστασία. Ωστόσο, αυτό δεν ήταν πάντοτε λύση, καθώς οι φυλακές παραβιάζονταν και οι Ουγενότοι δολοφονούνταν, όπως στη Λυών και τη Ρουέν. Ο Κάρολος, σε κατάσταση πλήρους ανισορροπίας, έγραφε στους διοικητές των επαρχιών να σκοτώσουν ή να προστατέψουν τους Ουγενότους ανάλογα με τις διαθέσεις του της στιγμής.

Συνολικά, ο αριθμός των νεκρών δεν έχει υπολογιστεί με ακρίβεια, καθώς οι πηγές είτε από τη μια είτε από την άλλη πλευρά υπερέβαλαν ή υποβάθμιζαν το γεγονός. Στην τελευταία πλευρά, ορισμένες πηγές αναφέρουν 2.000 στο Παρίσι[9] και σε 3.000 στην επαρχία.[10] Άλλες αναφέρουν 3.000 στο Παρίσι και 7.000 σε όλη τη γαλλική επαρχία.[3] Από την άλλη, γίνεται λόγος για 20.000[11] ή 30.000 [12] στο σύνολο. Για το Παρίσι, η μόνη απτή απόδειξη είναι μια απόδειξη για εργάτες του δήμου για τη «συλλογή και ταφή 1.100 πτωμάτων που ξεβράστηκαν στις ακτές του Σηκουάνα».[13]

Ο αντίκτυπος της σφαγής

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στο άκουσμα της είδησης για τη σφαγή του Αγίου Βαρθολομαίου, πολλοί Καθολικοί εντός και εκτός Γαλλίας θεώρησαν τις σφαγές αρχικά ως μια απελευθέρωση από ένα πιθανό πραξικόπημα των Ουγενότων και μια εκδίκηση για όσα είχαν υποστεί από αυτούς. Ο Πάπας Γρηγόριος ΙΓ' διέταξε ένα Te Deum και την κοπή μεταλλίου για τον εορτασμό του γεγονότος με τη μορφή του στη μία όψη και τη λατινική επιγραφή Ugonottorum strages 1572 (σφαγή Ουγενότων 1572) και έναν άγγελο με σταυρό και σπαθί δίπλα στους νεκρούς προτεστάντες στην άλλη [14] (βλ. εικόνα). Ο Φίλιππος Β' της Ισπανίας έδειξε την ικανοποίησή του για το γεγονός «γελώντας για πρώτη φορά»,[15] Η κυριαρχία του στις Κάτω Χώρες δεν κινδύνευε. Αλλά ο έτερος Αψβούργος, ο αυτοκράτορας Μαξιμιλιανός Β΄, χαρακτήρισε επονείδιστη τη σφαγή[16] και μετριοπαθείς Γάλλοι Καθολικοί άρχισαν να διερωτώνται αν η θρησκευτική ομοιομορφία άξιζε το τίμημα ενός τέτοιου μακελειού και έτσι άρχισε να αναπτύσσεται ένα κίνημα, το οποίο έθετε την εθνική ενότητα πάνω από τα συμφέροντα κάθε θρησκευτικής παράταξης.

Η προτεσταντική Ευρώπη χαρακτήρισε άνανδρη βαρβαρότητα τη σφαγή. Ο Γουλιέλμος ο Σιωπηλός, που είδε να ματαιώνεται η γαλλική βοήθεια που περίμενε, είπε στον Γάλλο πρεσβευτή ότι ο Κάρολος Θ΄ δεν θα μπορούσε ποτέ να ξεπλύνει τα χέρια του από τόσο αίμα. Η Ελισάβετ της Αγγλίας ντύθηκε με βαρύ πένθος για να δεχτεί τον Γάλλο πρεσβευτή, τις δικαιολογίες του οποίου άκουσε με φανερή δυσπιστία. Αλλά επειδή της χρειαζόταν η Γαλλία για τον αγώνα της κατά της Ισπανίας, συνέχισε να ερωτοτροπεί με τον δούκα του Αλανσόν, τον νεότερο αδελφό του Καρόλου Θ΄, και τον Νοέμβριο έγινε ανάδοχος της κόρης του Γάλλου βασιλιά. Πολλοί τη συμβούλευσαν να θανατώσει τη Μαρία Στούαρτ, αλλά η Ελισάβετ ανέβαλλε την εκτέλεση επί δεκαπέντε χρόνια.

Η σφαγή προκάλεσε ένα τεράστιο κύμα προσφύγων σε γειτονικές ευρωπαϊκές πόλεις, όπως στη Γενεύη, που απέκτησε το προσωνύμιο «η πόλη των προσφύγων»: την επαύριο του γεγονότος, η πόλη δεχόταν 10-20 πρόσφυγες ανά ημέρα, κάτι που οδήγησε στην εκτόξευση του πληθυσμού της, που διπλασιάστηκε τη δεκαετία 1550-1560.[17]

Η Αικατερίνη και οι Γκυζ φάνηκε να βγαίνουν παντοδύναμοι νικητές από αυτήν την κρίση και το θρησκευτικό πρόβλημα της Γαλλίας έμοιαζε να έχει λυθεί. Τίποτα όμως δεν είχαν κατορθώσει. Όσοι Ουγενότοι δήλωσαν μεταστροφή, την αποκήρυξαν αμέσως. Σε δύο μήνες από τη σφαγή άρχισε ο Τέταρτος Θρησκευτικός πόλεμος και οι Ουγενότοι κράτησαν τις πόλεις που κατείχαν. Και τον Ιούλιο του 1573 ο Κάρολος υπέγραψε την Ειρήνη της Ροσέλ, εγγυώμενος στους Ουγενότους θρησκευτική ελευθερία. Η σφαγή αποδείχτηκε μάταιη.

Τον Μάιο του 1574 ο Κάρολος Θ΄ πέθανε παραληρώντας από τύψεις. Ο δούκας του Ανζού έγινε Ερρίκος Γ΄. Το 1575 ο Ερρίκος της Ναβάρρας δραπέτευσε, αποκήρυξε τον Καθολικισμό κι ανέλαβε πάλι την ηγεσία των Ουγενότων. Ο βασιλιάς δολοφόνησε τους Γκυζ το 1588 (η Αικατερίνη πέθανε σε λίγες μέρες), αναγνώρισε ως διάδοχό του τον Ερρίκο της Ναβάρρας και βάδισε μαζί του κατά του επαναστατημένου καθολικού Παρισιού. Δολοφονήθηκε από ένα μοναχό το 1589 και τελικά ο Ερρίκος της Ναβάρρας προσήλθε και πάλι στον Καθολικισμό και μπήκε στο Παρίσι τον Μάρτιο του 1594 ως Ερρίκος Δ΄ της Γαλλίας. Με το Διάταγμα της Νάντης που εξέδωσε το 1598 οι Ουγενότοι απολάμβαναν για ενενήντα περίπου χρόνια ελευθερία άσκησης λατρείας και ισοπολιτεία.

Η σφαγή του Αγίου Βαρθολομαίου, Τζόρτζιο Βαζάρι, 1572-1573

Οι Γκυζ αναμφίβολα ήταν οι πρωταίτιοι της σφαγής. Εποφθαλμιούσαν τον θρόνο και η ηγεσία των ακραίων καθολικών ήταν ένα σίγουρο όχημα για να φτάσουν στον σκοπό τους. Όσο περισσότερους Ουγενότους σκότωναν, τόσο δυνατότεροι και λαοφιλέστεροι θα γίνονταν. Αλλά δεν μπορούσαν να ενεργήσουν χωρίς την έγκριση του βασιλιά και τη σύμπραξη της Αικατερίνης.

Ο Κάρολος Θ΄σεβόταν τον Κολινύ και αγαπούσε τον Ερρίκο της Ναβάρρας. Ήθελε να είναι δίκαιος και βασιλιάς όλων των Γάλλων. Αλλά είχε διαταραγμένο ψυχικό κόσμο και το βράδυ της 23ης Αυγούστου η μητέρα του τον παγίδευσε: Ό,τι έγινε (η απόπειρα κατά του Κολινύ) δεν απογίνεται. Οι Ουγενότοι θα ζητήσουν εκδίκηση. Πρέπει να τους προλάβουμε. Ή εμείς ή αυτοί.

Η Αικατερίνη θεωρήθηκε το σημαντικότερο πρόσωπο της υπόθεσης. Είχε γιους που έπασχαν σωματικά και ψυχικά κι έπρεπε να παλαίψει με δύο οικογένειες, τους Γκυζ και τους Βουρβόνους, που έβλεπαν ότι έφτανε η ώρα αλλαγής δυναστείας –και που έκαναν ό,τι μπορούσαν για να έρθει πιο γρήγορα. Αν και ανεψιά παπών, δεν ήταν θρησκόληπτη. Πάντρεψε την κόρη της με έναν προτεστάντη και ήταν έτοιμη να παντρέψει τον τελευταίο της γιο με μια προτεστάντισσα, την Ελισάβετ. Τα κίνητρά της ήταν δυναστικά και όχι θρησκευτικά. Ήθελε οπωσδήποτε να εξουδετερώσει την επιρροή του Κολινύ πάνω στον Κάρολο, που τον παρέσερνε σε πόλεμο με την παντοδύναμη Ισπανία του Φιλίππου Β΄, που μόλις πριν ένα χρόνο είχε θριαμβεύσει στη Ναύπακτο. Της αρκούσε ο Κολινύ. Αλλά αφού συντάχθηκε με τους ασυγκράτητους Γκυζ που ηγούνταν του ενενήντα τοις εκατό των Γάλλων, έπρεπε να θυσιάσει το δέκα τοις εκατό.

Αυτά ως προς τις ηθικές ευθύνες. Ως προς τις πολιτικές, μεγάλες είναι και αυτές του Κολινύ. Προσπαθούσε να πείσει τον Κάρολο να βοηθήσει την Ολλανδία στον αγώνα της κατά της Ισπανίας. Το έπαθλο για τη Γαλλία θα ήταν η Φλάνδρα. Αλλά αυτό σήμαινε συμμαχία της καθολικής Γαλλίας με τον Γουλιέλμο τον Σιωπηλό, την Ελισάβετ και Γερμανούς ηγεμόνες, όλους Προτεστάντες, και πόλεμο με τον υπέρμαχο του Καθολικισμού, τον πανίσχυρο Καθολικό Βασιλιά, Φίλιππο Β΄ της Ισπανίας, και κατ’ επέκτασιν με τον πάπα! Ήταν αναμενόμενο να προκαλέσει λογικές αντιδράσεις και σφοδρά πάθη.

Επιρροή στη σκέψη και στην τέχνη

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η σφαγή του Αγίου Βαρθολομαίου προκάλεσε ένα κύμα πολεμικής στην πολιτική φιλοσοφία και στη λογοτεχνία, οι οποίες κατακλύστηκαν από θεωρίες, προκαταλήψεις και φοβίες.[18] Ο Φρανσουά Οτμάν (François Hotman) και άλλοι διατύπωσαν την ιδέα περί συνταγματικής μοναρχίας (κοινοβουλευτικής και αιρετής). Οι ίδιοι βέβαια συγγραφείς που εξυμνούσαν κάποτε την αντίσταση του Ερρίκου της Ναβάρρας, άρχισαν μετά να εξυμνούν την απολυταρχία του Ερρίκου Δ΄.

Έργα εμπνευσμένα από τη Σφαγή είναι:

  1. Holt, Mack P. (2005). The French wars of religion, 1562-1629. Cambridge University Press. σελ. 95. ISBN 052183872X. 
  2. H.G. Koenigsberger· George L.Mosse· G.Q. Bowler (1989). Europe in the Sixteenth Century. Longman Publishing. ISBN 0582493900. 
  3. 3,0 3,1 Henry Chadwick, Gillian Rosemary Evans (1987). Atlas of the Christian Church. London: Macmillian. σελ. 113. ISBN 0-333-44157-5. 
  4. Knecht, Robert J. (1997). Catherine de' Medici. Longman. σελ. 359. ISBN 978-0-582-08241-0. 
  5. Lincoln, 98
  6. Miquel, Pierre (1980). Les Guerres de religion. Club France Loisirs. σελ. 286. ISBN 2-7242-0785-8. 
  7. Pearl, Jonathan L. (1998). The Crime of Crimes: Demonology and Politics in France, 1560-1620. Wilfrid Laurier Univ. Press. σελ. 70. ISBN 0889202966. 
  8. Miquel, Pierre (1980). Les Guerres de religion. Club France Loisirs. σελ. 288. ISBN 2-7242-0785-8. 
  9. Alastair Armstrong: France 1500-1715 (Heinemann, 2003) σελ.70-71;
  10. Benedict, Philip (1978). «The Saint Bartholomew's Massacres in the Provinces». The Historical Journal, Vol. 21, No. 2. Cambridge University Press. σελίδες 205–225. 
  11. Sheila Perry, Aspects of Contemporary France, p.5, Routledge, 1997, ISBN 0-415-13179-0
  12. Felipe Fernández-Armesto, Derek A. Wilson (1996). Reformations: A Radical Interpretation of Christianity and the World, 1500-2000. London: Bantam Press, σελ. 237. ISBN 0593-02749-3
  13. Janine Garrisson, σελ. 131
  14. Carter Lindberg: The European Reformations (Blackwell, 1996) σελ. 295
  15. Ward, Adolphus William (1904). The Cambridge Modern History - Volume III: Wars of Religion. Oxford: Cambridge University Press. σελ. 20. 
  16. Georges Bordonove, Henri IV (Editions Pygmalion, 1981), p.82
  17. Dufour, Alfred (1997). Histoire de Genève. Paris: Presses universitaires de France. σελίδες 60. ISBN 2130480098. 
  18. Anglo, Sydney (2005). Machiavelli - the First Century: Studies in Enthusiasm, Hostility, and Irrelevance. Oxford University Press. σελίδες 229. ISBN 0199267766. 
  • Janine Garrisson, 1572, La Saint-Barthélemy, Bruxelles, Complexe, 1987.
  • Donald R. Kelley, «Martyrs, Myths, and the Massacre : The Background of St. Bartholomew», The American Historical Review, vol.77, n°5, 1972, p. 1323-1342.
  • Nicolas Mary Sutherland, The Massacre of St Bartholomew and the European Conflict, New York, Barnes and Noble, 1973.
  • Thierry Wanegffelen, Catherine de Médicis. Le pouvoir au féminin, Payot, 2005.
  • Arlette Jouanna, La Saint-Barthélemy : Les mystères d'un crime d'État, 24 août 1572, Paris, Gallimard, 2007.
  • Herbert Butterfield, Man on his Past, Cambridge University Press, 1955
  • Philippe Erlanger, «Η νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου», Ιστορία Εικονογραφημένη, τχ. 55 (Ιανουάριος 1973), σελ.46-51.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]