Μετάβαση στο περιεχόμενο

Εσωτερική γερμανική συνοριογραμμή

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Η εσωτερική γερμανική συνοριογραμμή ([Innerdeutsche Grenze] [ˈɪnɐdɔʏtʃə ˈgʁɛntsə] εσωγερμανικό ή ενδογερμανικό σύνορο, ή Deutsch-deutsche Grenze [ˈdɔʏtʃˌdɔʏtʃə ˈgʁɛntsə], δηλαδή Γερμανικό-γερμανικό σύνορο, επίσης αρχικά γνωστό ως Zonengrenze [ˈtsɔnənˌgʁɛntsə] δηλαδή Σύνορο των ζωνών) ήταν το σύνορο ανάμεσα στην Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας (Ανατολική Γερμανία) και την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας (Δυτική Γερμανία) από το 1949 μέχρι το 1990. Εξαιρουμένου του τείχους του Βερολίνου, το σύνορο είχε μήκος 1.376 χιλιομέτρων και έτρεχε από την βαλτική Θάλασσα μέχρι την Τσεχοσλοβακία.[1]

Ιδρύθηκε επίσημα στις 1 Ιουλίου 1945 ως σύνορο της δυτικής και της σοβιετικής ζώνης κατοχής της πρώην Γερμανίας. Όταν υπήρχε, ήταν ένα από πιο οχυρωμένα σύνορα του κόσμου, με συνεχείς φράχτες, συρματοπλέγματα, συναγερμούς, παρατηρητήρια, ναρκοπέδια και παγίδες. Περιπολούταν από 50.000 ένοπλους ανατολικογερμανούς φρουρούς, ενώ από την δυτικογερμανική πλευρά περιπολούσαν χιλιάδες δυτικογερμανοί, βρετανοί και αμερικανοί στρατιώτες και φρουροί, καθώς και μέλη της κρατιδιακής αστυνομίας της Βαυαρίας.[2] Στις περιοχές κοντά στα σύνορα στάθμευαν πάνω από 1 εκατομμύριο στρατιώτες του Συμφώνου της Βαρσοβίας και του ΝΑΤΟ.

Οι φράχτες και οι λοιπές κατασκευές στα σύνορα κατασκευάστηκαν σε φάσεις από την Ανατολική Γερμανία, ξεκινώντας από το 1952 και τελειώνοντας στα τέλη της δεκαετίας του 1980,[3] ενώ κατασκευάστηκαν για να εμποδίζουν την μετανάστευση ανατολικογερμανών στα δυτικά. Λέγεται ότι 1.000 άτομα περίπου, πέθαναν κατά τις προσπάθειες διαφυγής από την Ανατολική Γερμανία μέσω του συνόρου αυτού.[4] Λόγω του συνόρου αυτού, οι ανατολικογερμανοί που ζούσαν κοντά στα σύνορα υπόκεινταν σε δρακόντειους περιορισμούς.[5]

Το τείχος του Βερολίνου ήταν ξεχωριστό από την εσωτερική γερμανική συνοριογραμμή, όντας ένα τείχος που περικύκλωνε το δυτικό Βερολίνο, 155 χιλιόμετρα ανατολικά του ενδογερμανικού συνόρου. Το Βερολίνο, το οποίο περικυκλωνόταν από την σοβιετική ζώνη, διαιρέθηκε από τις τέσσερις δυνάμεις μετά τον Β΄ ΠΠ, δημιουργώντας έναν θύλακα που περιγυριζόταν από ανατολικογερμανικό έδαφος και ήταν στενά συνδεδεμένο με την Δυτική Γερμανία, χωρίς να αποτελεί επίσημα έδαφος της.

Στις 9 Νοεμβρίου 1989, η κυβέρνηση της Ανατολικής Γερμανίας ανακοίνωσε το άνοιγμα του τείχους του Βερολίνου και ενδογερμανικού συνόρου. Στις επόμενες μέρες, εκατομμύρια ανατολικογερμανοί επισκέφθηκαν την Δυτική Γερμανία, με εκατοντάδες χιλιάδες από αυτούς να μεταναστεύουν στην δυτική Γερμανία τους επόμενους μήνες. Επίσης αποκαταστάθηκαν οι δεσμοί μεταξύ διαιρεμένων κοινοτήτων και οι έλεγχοι στα σύνορα πλέον είχαν χαλαρώσει. Το εσωτερικό σύνορο όμως δεν εγκαταλείφθηκε πλήρως μέχρι τις 1 Ιουλίου 1990,[6] ακριβώς 45 χρόνια μετά την ίδρυση του και τρεις μήνες πριν την επανένωση.

Σήμερα απομένουν μόνο λίγα τμήματα του συνόρου, τα οποία έχουν διατηρηθεί για ιστορικούς λόγους. Η διαδρομή του είναι μέρος της Ευρωπαϊκής Πράσινης Ζώνης που συνδέει εθνικά πάρκα και φυσικά καταφύγια κατά μήκος της πορείας του Σιδηρού Παραπετάσματος από την Αρκτική Θάλασσα μέχρι τον Εύξεινο Πόντο. Υπάρχουν διάφορα μουσεία και μνημεία για το παλιό σύνορο, τα οποία επισημαίνουν την διαίρεση και επανένωση της Γερμανίας, ενώ μικρά τμήματα είναι διατηρητέα για ιστορικούς λόγους.[7]


  1. «Die innerdeutsche Grenze: Eine traurige Bilanz | Bundesregierung». Webseite der Bundesregierung | Startseite (στα Γερμανικά). Ανακτήθηκε στις 20 Σεπτεμβρίου 2022. 
  2. Faringdon (1986), pp. 282–84.
  3. Faringdon (1986), p. 284.
  4. McDougall (2004), p. 40.
  5. Czuczka (2000-01-13).
  6. The Record (1990-07-02).
  7. Cramer (2008), pp. 8–9.