Γεωγραφία της Λετονίας
Η Λετονία είναι ευρωπαϊκή χώρα που βρίσκεται στις ανατολικές ακτές της Βαλτικής Θάλασσας, στο επίπεδο βορειοδυτικό τμήμα της ανυψούμενης Ανατολικοευρωπαϊκής Πλατφόρμας, ανάμεσα στην Εσθονία και στη Λιθουανία. Περί το 98% της χώρας βρίσκεται σε υψόμετρο μικρότερο των 200 μέτρων. Με την εξαίρεση των παράλιων πεδιάδων, η εποχή των παγετώνων διαίρεσε τη Λετονία σε τρεις κύριες περιοχές: τις μοραινικές δυτικές και ανατολικές υψηλότερες περιοχές, και την κεντρική χαμηλή περιοχή. Η Λετονία είναι η χώρα των μικρών ποταμών: περισσότεροι από 12.000 ποτάμια είναι καταγεγραμμένα, από τα οποία μόνο τα 17 έχουν μήκος μεγαλύτερο των 100 χιλιομέτρων. Επίσης, έχει πάνω από 3.000 λίμνες. Σημαντικότεροι ποταμοί είναι οι Νταουγκάβα, Λιέλουπε, Γκάουγια, Βέντα και Σάλατσα. Ο Νταουγκάβα διαρρέει την πρωτεύουσα της Λετονίας Ρίγα. Τα δάση και οι δασικές εκτάσεις καλύπτουν περί το 52%[1] της εκτάσεως της χώρας.[2] Η Λετονία δεν είναι πλούσια σε ορυκτά, εκτός από την τύρφη, τον δολομίτη και τον ασβεστόλιθο. Οι ακτές στη Βαλτική είναι αμμώδεις, ωστόσο τα λιμάνια Λιέπαγια και Βέντσπιλς παρέχουν σημαντικές εξόδους μεταφορών, χωρίς προβλήματα από πάγους.
Η στρατηγική γεωγραφική θέση της Λετονίας είχε ως αποτέλεσμα πολλούς πολέμους στην επικράτειά της κατά τους ιστορικούς χρόνους. Μέρος του παλαιού διαμέρίσματος Αμπρενέ, που επί Σοβιετικής Ενώσεως είχε αποδοθεί στη Ρωσία, διεκδικείται ακόμα από τη Λετονία.
Γεωγραφικά χαρακτηριστικά
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η Λετονία αποτελεί μια επέκταση της Ανατολικοευρωπαϊκής Πεδιάδας. Το επίπεδο έδαφός της διαφέρει λίγο από αυτά των γειτονικών χωρών. Η γεωμορφολογία όλων διαμορφώθηκε σε μεγάλο βαθμό κατά τη διάρκεια της Τεταρτογενούς περιόδου και ιδίως κατά την εποχή των παγετών της πλειστοκαίνου, όταν το έδαφος ωθήθηκε από τους παγετώνες και συγκεντρώθηκε σε σωρούς και λοφίσκους. Οι πεδιάδες καλύπτουν το 75% της εκτάσεως της χώρας, ενώ το υπόλοιπο 25% καλύπτεται από χαμηλούς λόφους. Η κεντρική πεδιάδα Zemgale νότια της Ρίγας είναι η πλέον εύφορη και αποδοτική. Οι τρεις βασικές λοφώδεις περιοχές, στις επαρχίες Κουρλάνδη (δυτικά), Βίντζεμε (κεντρικά) και Λατγαλία (ανατολικά), χαρίζουν ένα γραφικό τοπίο αγρών ανάμεσα σε δάση και πολλές μικρές λιμνούλες και μικρά ποτάμια. Σε αυτή την έκταση, οι εκτεταμένες παγετωνικές μοραίνες, έσκερ και ντράμλιν περιορίζουν το επικερδές της γεωργίας, κατακερματίζοντας τα πεδία και επάγοντας σοβαρά προβλήματα διαβρώσεως.
Περίπου το ένα δέκατο του εδάφους της χώρας καταλαμβάνουν τυρφώνες, βάλτοι, κάποιοι από τους οποίους καλύπτονται από δασική βλάστηση. Τα δάση αποτελούν το εξέχον χαρακτηριστικό της Λετονίας. Κατά τα τελευταία 100 έτη η δασοκάλυψη της Λετονίας διπλασιάστηκε, και συνεχίζει να αυξάνεται. Οι δασικές εκτάσεις επεκτείνονται με φυσικό τρόπο, αλλά και από ηθελημένη δάσωση γης που δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για καλλιέργεια. Τα πεύκα (Pinus sylvestris) καλύπτουν το 34% των δασικών εκτάσεων, οι σημύδες το 30%, και τα νορβηγικά έλατα 18%.[2]
Σχεδόν όλα τα δάση της Λετονίας είναι προσβάσιμα στον καθένα και για αυτό από τις συνηθέστερες ασχολίες του ελεύθερου χρόνου του πληθυσμού είναι η συλλογή μούρων, μανιταριών και άλλων φυσικών προϊόντων.
Η δασική νομοθεσία της Λετονίας είναι ανάμεσα στις αυστηρότερες στην Ευρώπη, ρυθμίζοντας στενά την υλοτόμηση. Κάθε χρόνο τα δάση της χώρας δίνουν 25 εκατομμύρια κυβικά μέτρα ξυλείας. Η Λετονία διαθέτει μια καλά ανεπτυγμένη βιομηχανία ξύλου, τα προϊόντα της οποίας είναι μεταξύ των σημαντικότερων εξαγωγικών της χώρας.
Η μετεγκατάσταση αγροτικών πληθυσμών στις πόλεις έχει διευκολύνει τη διατήρηση αλλά και την εμφάνιση νέας βιοποικιλότητας στα λετονικά δάση, τα οποία φιλοξενούν είδη ζώων και πουλιών που έχουν εξαφανισθεί ή είναι πολύ σπάνια σε άλλα μέρη της Ευρώπης. Σύμφωνα με μελέτη του WWF το 1992, η Λετονία έχει πληθυσμούς μαυροπελαργών, ενυδρίδων, καστόρων, λυγκών και λύκων. Υπάρχουν επίσης μεγάλες συγκεντρώσεις ελαφιών (Κόκκινο ελάφι και ζαρκάδι, συνολικά 86.000 άτομα), αγριόχοιρων (32.000) και αλεπούδων (13.000).
Η ποικιλόμορφη και ταχέως μεταβαλλόμενη φυσιογραφία των μοραινών και των χαμηλών πεδιάδων έχει επιτρέψει σε χλωρίδα εύκρατων περιοχών, όπως βελανιδιές, να αναπτύσσεται σε απόσταση λίγων εκατοντάδων μέτρων από χλωρίδα βορειότερων ή αλπικών περιοχών, όπως το ποώδες φυτό Rubus chamaemorus.
Το σοβιετικό σύστημα άφησε πίσω του ένα ακόμα δώρο για τους φυσιολάτρες. Οι δυτικές θαλάσσιες ακτές της Λετονίας ήταν προσεκτικά φρουρούμενη συνοριακή περιοχή, οπότε όλα σχεδόν τα παραθαλάσσια σπίτια εκκενώθηκαν και πολλά κατεδαφίστηκαν. Ως αποτέλεσμα, σε περίπου 300 χιλιόμετρα αναξιοποίητης ακτής τα δάση πεύκου και ερυθρελάτης φθάνουν μέχρι το κύμα, εκτός από περιοχές με αμμόλοφους (επίσης οικολογικά μοναδικές). Ωστόσο, ο πειρασμός για γρήγορο κέρδος ίσως να υποθάλψει την παραβίαση νόμων που απαγορεύουν ρητά κάθε οικοδόμημα ή άλλη κατασκευή σε απόσταση έως 1 χιλιομέτρου από τη θάλασσα. Αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει στην εξάλειψη μιας από τις τελευταίες έρημες ακτογραμμές στην Ευρώπη.
Πάντως οι ακτές γύρω από μεγάλα πληθυσμιακά κέντρα κοντά στη Ρίγα ήταν μείζονες τουριστικές περιοχές κατά τη σοβιετική εποχή. Η Γιούρμαλα, με τις πολλές ιαματικές πηγές της και το δυναμικό φιλοξενίας της, τα ψηλά πεύκα, τις αμμουδιές της και την παλιά αρχιτεκτονική της, είναι ακόμα ένας ελκυστικός προορισμός για ανατολικούς και δυτικούς τουρίστες αδιακρίτως.
Η Λετονία έχει ένα πυκνό δίκτυο ποταμών, που συμβάλλει στην ομορφιά και στην οικονομία της χώρας. Ο μεγαλύτερος ποταμός είναι ο Νταουγκάβα, σημαντική εμπορική οδός επί χιλιάδες χρόνια. Εκτός από τους ντόπιους, χρησιμοποιήθηκε από τους Βίκινγκς, τους Ρώσους και άλλους Ευρωπαίους για εμπόριο, πόλεμο και κατάκτηση. Με ολικό μήκος 1020 χλμ., ο Νταουγκάβα πηγάζει στη Ρωσία, ελίσσεται στη βόρεια Λευκορωσία και καταλήγει στη Λετονία, την οποία διασχίζει επί 370 χλμ. προτού εκβάλει στον κόλπο της Ρίγας. Εισερχόμενος στη Λετονία, έχει ήδη μήκος περί τα 200 μέτρα, που αυξάνονται στα 650 ως 750 μέτρα στη Ρίγα και 1,5 χλμ. στην εκβολή του.
Ο πρώτος υδροηλεκτρικός σταθμός της χώρας, αυτός του Ķegums, κατασκευάσθηκε στον Νταουγκάβα πριν την προσάρτησή της από τη Σοβιετική Ένωση, το 1936-1940, ενώ κατά τη σοβιετική περίοδο κατασκευάσθηκαν άλλοι δύο, και αυτοί επί του Νταουγκάβα, ο Πλάβινας (1959-1965) και ο Υδροηλεκτρικός Σταθμός της Ρίγας (δεκαετία του 1970).
Οι άλλοι ποταμοί έχουν πολύ μικρότερες παροχές. Ο Λιέλουπε, στην κεντρική Λετονία έχει μέση ετήσια παροχή 5,8 φορές μικρότερη από τον Νταουγκάβα ή 3,6 κυβικά χιλιόμετρα. Ο Βέντα στα δυτικά έχει παροχή 2,9 κυβ. χιλιόμετρα, ο Γκάουγια στα βορειοανατολικά 2,5 και ο Άιβιεκστε στα ανατολικά 2,1 κυβ. χιλιόμετρα. Παράγουν ωστόσο μικρή ποσότητα υδροηλεκτρικής ενέργειας. Ο Γκάουγια είναι ένας από τους ελκυστικότερους και καθαρότερους ποταμούς της Λετονίας, και έχει τον μεγάλο ομώνυμο εθνικό δρυμό κατά μήκος του, ενώ τα ψυχρά νερά του προσελκύουν πέστροφες και σολομούς.
Περισσότερο από το 60% του υδάτινου όγκου των 6 μεγαλύτερων ποταμών της Λετονίας προέρχεται από γειτονικά κράτη, κυρίως από τη Λευκορωσία και τη Λιθουανία. Δημιουργούν έτσι προφανείς ανάγκες για συνεργασία, ιδίως στον έλεγχο της ρυπάνσεως. Οι κίνδυνοι από έλλειψη συνεργασίας φάνηκαν τον Νοέμβριο του 1990, όταν ένα εργοστάσιο πετροχημικών στο Ναβαπόλατσκ της Λευκορωσίας έχυσε από ατύχημα 128 τόνους παραγώγων του κυανίου στον Νταουγκάβα χωρίς να ειδοποιήσει τους Λετονούς. Μόνο η παρουσία πολλών νεκρών ψαριών τούς συνέγειρε.
Κλίμα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το λετονικό κλίμα γίνεται ηπιότερο από την επίδραση των θαλασσίων ρευμάτων της Βαλτικής. Οι μέσες θερμοκρασίες τον Ιανουάριο κυμαίνονται από -2,8 °C στη Λιέπαγια, στη δυτική ακτή, μέχρι -6,6 °C στη νοτιοανατολική κωμόπολη Ντάουγκαβπιλς. Οι μέσες θερμοκρασίες τον Ιούλιο κυμαίνονται από 16,7 °C στη Λιέπαγια μέχρι 17,6 °C στη Ντάουγκαβπιλς. Η εγγύτητα στη θάλασσα ενισχύει την υγρασία και τις βροχές, με μέση ετήσια βροχόπτωση 633 χιλιοστών στη Ρίγα. Εκεί βρέχει κατά μέσο όρο τις 180 ημέρες του έτους, ενώ 44 ημέρες έχουν ομίχλη και μόνο 72 είναι ηλιόλουστες (δηλαδή δεν καταγράφεται ούτε ένα λεπτό συννεφιάς). Η συνεχής χιονοκάλυψη κάθε χειμώνα διαρκεί 82 ημέρες κατά μέσο όρο, με 177 ημέρες ελεύθερες παγετού.[3]
Παρά το ότι οι βροχοπτώσεις παρέχουν επάρκεια νερού για τους πολυάριθμους ποταμούς και λίμνες της Λετονίας, δημιουργούν και αρκετά προβλήματα. Μεγάλο ποσοστό της αγροτικής γης απαιτεί αποστράγγιση. Πολλά χρήματα έχουν δαπανηθεί για εγγειοβελτιωτικά έργα, όπως την εγκατάσταση σωλήνων για την αποστράγγιση, την ευθυγράμμιση και την εκβάθυνση φυσικών ρυακιών, την εκσκαφή αποστραγγιστικών τάφρων και την ανέγερση αναβαθμίδων. Από το 1960 ως το 1979 τα αποστραγγιστικά έργα απορροφούσαν περί το 1/3 όλων των αγροτικών επενδύσεων στη Λετονία. Αν και καταλάμβανε μόλις το 0,33 % της έκτασης της πρώην ΕΣΣΔ, η Λετονία είχε το 11% όλης της τεχνητά αποστραγγιζόμενης γης στη Σοβιετική Ένωση.[3]
Φυσικοί πόροι
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η Λετονία δεν έχει πολύτιμους φυσικούς πόρους. Ωστόσο, η αφθονία υλικών όπως ο ασβεστόλιθος για την παραγωγή τσιμέντου (6 κυβικά χιλιόμετρα), ο γύψος (165 εκατομμύρια κυβικά μέτρα), ο υψηλής ποιότητας πηλός (375 εκατομμύρια κυβ. μέτρα), ο δολομίτης (615 εκατομμύρια κυβ. μέτρα), η τύρφη (480 εκατομ. τόνοι) και άδρανή υλικά όπως το χαλίκι και η άμμος, που είναι αρκετά για τις ανάγκες της χώρας. Τα ψάρια που αλιεύονται στη Βαλτική είναι ένας ακόμα πόρος με εξαγωγικό δυναμικό. Το γνωστό από την αρχαιότητα ήλεκτρο (κεχριμπάρι) της Βαλτικής, απολιθωμένα τεμάχια ρετσινιού πεύκου, βρίσκεται και σήμερα συχνά στις ακτές, και έχει μεγάλη ζήτηση για κοσμήματα, ενώ αποτελούσε και σύμβολο της χώρας, η οποία συχνά Dzintarzeme («χώρα του κεχριμπαριού»).
Αριθμητικά και άλλα δεδομένα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Έκταση:
Ολική: 64.589 km²
Ξηρά: 62.249 km²
Εσωτερικά ύδατα: 2.340 km²
Συγκριτική έκταση: Περίπου το μισό της εκτάσεως της Ελλάδας, αλλά μεγαλύτερη από αυτή αρκετών σημερινών ευρωπαϊκών χωρών, όπως η Αλβανία, το Βέλγιο, η Κροατία, η Δανία, η Εσθονία, το Λουξεμβούργο, η Ολλανδία, η Σλοβακία, η Σλοβενία και η Ελβετία.
Χερσαία σύνορα:
Ολικό μήκος: 1.382 km
Συνορεύουσες χώρες και μήκος συνόρων:
Λιθουανία 576 km, Εσθονία 333 km, Ρωσία 292 km, Λευκορωσία 171 km
Μήκος ακτογραμμής: 498 km
Χωρικά ύδατα: 12 ναυτικά μίλια (22,2 km)
Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη: 200 ναυτικά μίλια
Ακραία σημεία:
Χαμηλότερο σημείο: Βαλτική Θάλασσα, 0 m
Υψηλότερο σημείο: Γκάιζινκαλνς, 312 m
- Βορειότερο σημείο: 58,085137 °Β, 25,19920 °Α
- Ανατολικότερο σημείο: 56,276911 °Β, 28,24104 °Α
- Νοτιότερο σημείο: 55,674971 °Β, 26,59721 °Α
- Δυτικότερο σημείο: 56,353933 °Β, 20,97015 °Α
Χρήσεις γης:
Αρόσιμη γη: 17,96%
Μόνιμες καλλιέργειες: 0,11%
Υπόλοιπο: 81.93% (2011)
Αρδευόμενη έκταση: 8,3 km²
Σημείωση: Το έδαφος στη Λετονία είναι συχνά υπερβολικά υγρό και χρειάζεται αποστράγγιση, και όχι άρδευση. Το 85% της αγροτικής γης έχει βελτιωθεί με αποστραγγιστικά έργα (2007)
Περιβαλλοντικές ανησυχίες
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Φυσικές ανησυχίες: καμία
Περιβάλλον - τρέχοντες ανησυχίες: Το περιβάλλον της Λετονίας έχει επωφεληθεί από τη μετάβαση στον τομέα των υπηρεσιών μετά την ανάκτηση της ανεξαρτησίας της χώρας. Οι κύριες περιβαλλοντικές προτεραιότητες είναι η βελτίωση της ποιότητας του πόσιμου νερού και του συστήματος αποχέτευσης, η διαχείριση οικιακών και επικίνδυνων αποβλήτων, καθώς και η μείωση της ατμοσφαιρικής ρύπανσης. Το 2001, η Λετονία έκλεισε το κεφάλαιο διαπραγματεύσεων για το περιβάλλον για την ένταξη στην ΕΕ, δεσμεύοντας την πλήρη εφαρμογή των περιβαλλοντικών οδηγιών της ΕΕ έως το 2010
Περιβάλλον - διεθνείς συμφωνίες:
συμβαλλόμενο μέρος σε: ατμοσφαιρική ρύπανση, ατμοσφαιρική ρύπανση, βιοποικιλότητα, κλιματική αλλαγή, κλιματική αλλαγή-πρωτόκολλο του Κιότο, είδη που απειλούνται με εξαφάνιση, επικίνδυνα απόβλητα, δίκαιο της θάλασσας, προστασία του όζοντος, ρύπανση από πλοία, υγρότοποι
υπέγραψε αλλά δεν επικύρωσε: καμία από τις επιλεγμένες συμφωνίες
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Εξωτερικοί σύνδεσμοι
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Πολυμέσα σχετικά με το θέμα Geography of Latvia στο Wikimedia Commons