Βραχιόνιο οστό
Το βραχιόνιο οστό είναι το μόνο οστό του βραχίονα. Το πάνω μέρος του αρθρώνεται με την ωμοπλάτη και το κάτω με την κερκίδα και την ωλένη. Το άνω (κεντρικό) άκρο του βραχιόνιου οστού αποτελείται από την κεφαλή, δύο ογκώματα, και τον χειρουργικό και ανατομικό αυχένα. Η διάφυσή του έχει ένα περίπου τριγωνικό σχήμα. Το κάτω μέρος του οστού είναι πλατύ και σχηματίζει την άρθρωση του αγκώνα. Οστεώνεται σταδιακά μέχρι ο άνθρωπος να φτάσει στην εφηβεία.
Περιγραφή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το βραχιόνιο οστό είναι ένα μακρύ οστό. Το ανώτερο τμήμα του οστού αποτελείται από την κεφαλή, τον ανατομικό αυχένα, το μείζον και ελάσσoν όγκωμα και τον χειρουργικό αυχένα.[1] Η κεφαλή έχει ημισφαιρικό σχήμα και αρθρώνεται με την ωμογλήνη της ωμοπλάτης. Προβάλλει προς τα έσω και άνω. Γύρω από την κεφαλή βρίσκεται ο ανατομικός αυχένας.[1] Το μείζον και έλασσον όγκωμα προβάλλουν στο άνω άκρο του οστού και χρησιμεύουν ως θέσεις πρόσφυσης των τεσσάρων στροφέων μυών του ώμου.[1] Οι καταφύσεις των μυών σχηματίζουν ένα πέταλο και κάθε μυς έχει δικό του εντύπωμα. Ανάμεσα στα δύο ογκώματα βρίσκεται η δικεφαλική αύλακα, μια βαθιά αύλακα μέσα στην οποία πορεύεται ο τένοντας της μακράς κεφαλής του δικεφάλου. Στο έξω χείλος της δικεφαλικής αύλακας βρίσκεται το δελτοειδές φύμα, ένα τράχυσμα σχήματος V όπου καταφύεται ο δελτοειδής μυς.[2] Στο έσω χείλος της δικεφαλικής αύλακας βρίσκονται τραχύσματα για την κατάφυση μυών.
Λίγο περιφερικότερα, μεταξύ του διογκωμένου άνω άκρου του οστού και της στενότερης διάφυσής του, βρίσκεται ο χειρουργικός αυχένας του βραχιόνιου οστού. Πάνω από το χειρουργικό αυχένα περνούν το μασχαλιαίο νεύρο και η οπίσθια περισπώμενη αρτηρία του βραχίονα, η οποία τροφοδοτεί την άρθρωση του ώμου και τους παρακείμενους μύες με αίμα. Είναι μια από τις θέσεις του βραχιόνιου που εμφανίζονται συχνότερα τα κατάγματα του οστού, καθώς είναι ασθενέστερος από τις άλλες περιοχές στο άνω άκρο του οστού.[2]
Η διάφυση του οστού είναι σχεδόν τριγωνική και εμφανίζει τρία χείλη (πρόσθιο, έξω και έσω) και τρεις επιφάνειες (πρόσθια-έξω, πρόσθια-έσω και οπίσθια). Στη οπίσθια και προσθιοπλάγια επιφάνεια υπάρχει η ρηχή κερκιδική αύλακα, όπου πορεύεται το κερκιδικό νεύρο και η εν τω βάθει βραχιόνια αρτηρία. Προς τα κάτω το οστό πλαταίνει και το έσω και έξω χείλος γίνεται υπερκονδύλια και υπερτροχίλια ακρολοφία.[3]
Το κάτω μέρος του βραχιόνιου είναι πλατύ στο προσθοπίσθιο επίπεδο και εμφανίζει έναν κόνδυλο, δύο επικόνδυλους και τρεις βόθρους. Ο κόνδυλος έχει δύο αρθρικά τμήματα, τη κεφαλή (του κονδύλου) και την τροχιλία, τα οποία αρθρώνονται με τα δύο οστά του πήχυ.[3] Η κεφαλή αρθρώνεται με την κερκίδα· έχει ημισφαιρικό σχήμα και προβάλλει προς τα εμπρός και λίγο κάτω. Η τροχιλία αρθρώνεται με την ωλένη· έχει το σχήμα τροχαλίας και εκτείνεται από μπρος μέχρι πίσω.[3] Οι δύο επικόνδυλοι εντοπίζονται πλάγια και λίγο πάνω από την κεφαλή και τη τροχιλία. Ο έσω επικόνδυλος ή παρατροχίλια απόφυση είναι ένα μεγάλο οστικό, ψηλαφητό όγκωμα στο έσω του αγκώνα. Αποτελεί σημείο έκφυσης μυών του αντιβραχίου. Πίσω από τον έσω επικόνδυλο περνά το ωλένιο νεύρο, το οποίο είναι ψηλαφητό με την άσκηση πίεσης πάνω στο οστό. Ο έξω επικόνδυλος ή παρακονδύλια απόφυση βρίσκεται προς τα έξω και είναι σημείο έκφυσης μυών του οπίσθιου διαμερίσματος του αντιβραχίου.[4] Τέλος, πάνω από τον κόνδυλο υπάρχουν τρεις βόθροι, ο κερκιδικός, ο κορωνοειδής και ο ωλεκρανικός βόθρος. Αυτοί οι βόθροι υποδέχονται τα αντίστοιχα μορφώματα των οστών του αντιβραχίου στη διάρκεια των κινήσεων της άρθρωσης του αγκώνα.[4]
Οστέωση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το κάτω άκρο του βραχιόνιου σχηματίζεται σταδιακά κατά την παιδική και εφηβική ηλικία, οπότε και εμφανίζονται πολυάριθμα δευτερεύοντα κέντρα (πυρήνες) οστέωσης. Η συνοστέωση των διαφόρων οστικών τμημάτων γίνεται κατά την εφηβική ηλικία. Αυτοί οι διαφορετικοί πυρήνες μπορούν εύκολα να διαγνωστούν σε μια ακτινογραφία λανθασμένα ως κατάγματα. Ο βραχιόνιος κόνδυλος αρχίζει να σχηματίζεται στον πρώτο χρόνο της ζωής ενός ανθρώπου, η παρατροχίλια απόφυση στην ηλικία των πέντε, η τροχιλία στην ηλικία των έντεκα και η παρακονδύλια απόφυση στον δέκατο τρίτο χρόνο.
Κακώσεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Υπάρχουν σχετικά σπάνιες περιπτώσεις στις οποίες το βραχιόνιο οστό μπορεί να υποστεί κάταγμα στο ανώτερο τμήμα του. Οι περιπτώσεις αυτές είναι σπάνιες διότι η γραμμή ενός τέτοιου κατάγματος έχει να διασχίσει τη παχύτερη περιοχή του οστού. Αν συμβούν, τότε αυτό είναι συνήθως στη περιοχή του χειρουργικού αυχένα. Είναι πιθανό, αλλά σπάνιο σε μια τέτοια περίπτωση να υποστεί κάκωση το μασχαλιαίο νεύρο και η οπίσθια περισπώμενη αρτηρία του βραχίονα.[2] Ένα κάταγμα στη διάφυση του βραχιόνιου οστού είναι δυνατόν να προκαλέσει διάταση ή ρήξη του κερκιδικού νεύρου, με αποτέλεσμα τη μόνιμη βλάβη του και κατάργηση της λειτουργίας του. Σε αυτή τη περίπτωση ο πάσχων παρουσιάζει πτώση του καρπού και αισθητικές διαταραχές της ράχης του χεριού.[5]
Επίσης, κακώσεις του αγκώνα στα παιδιά μπορούν να προκαλέσουν εγκάρσιο κάταγμα του κάτω άκρου του βραχιόνιου οστού, πάνω από το επίπεδο των επικονδύλων. Ένα τέτοιο κάταγμα χαρακτηρίζεται ως υπερκονδύλιο κάταγμα του βραχιόνιου οστού.[6]
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ 1,0 1,1 1,2 Drake 2007, σελ. 625.
- ↑ 2,0 2,1 2,2 Drake 2007, σελ. 626.
- ↑ 3,0 3,1 3,2 Drake 2007, σελ. 668.
- ↑ 4,0 4,1 Drake 2007, σελ. 669.
- ↑ Drake 2007, σελ. 680.
- ↑ Drake 2007, σελ. 684.
Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Drake, R.L.· Vogl, W.· Mitchell, A.W.M. (2007). Ανατομία Gray’s. Αθήνα: Εκδόσεις Πασχαλίδης.