Μετάβαση στο περιεχόμενο

Αίσωπος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Αυτό το λήμμα αναφέρεται στον μυθογράφο. Για άλλες σημασίες δείτε Αίσωπος (αποσαφήνιση).
Αίσωπος
Ελληνιστικό άγαλμα που παριστάνει τον Αίσωπο, από τη συλλογή της Βίλλα Αλμπάνι, Ρώμη
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Αἴσωπος (Αρχαία Ελληνικά)
Γέννηση620 π.Χ. (περίπου)[1]
Μεσημβρία Ευξείνου Πόντου
Θάνατος564 π.Χ.
Δελφοί
Ιδιότηταμυθογράφος[2], μυθογράφος, φιλόσοφος[3] και συγγραφέας[4]
Σημαντικά έργαΑισώπου Μύθοι
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Αίσωπος ήταν αρχαίος Έλληνας μυθοποιός και θεωρείται ιδρυτής του λογοτεχνικού είδους που σήμερα ονομάζεται παραβολή ή αλληγορία. Για τη ζωή του δεν υπάρχουν σαφείς πληροφορίες και έχουν διατυπωθεί πολλές εκδοχές.

Είναι από τους πιο γνωστούς αρχαίους μυθοπλάστες και θεωρείται ο κορυφαίος της λεγόμενης διδακτικής μυθολογίας. Στον Αίσωπο αποδίδονται μια συλλογή ιστοριών γνωστές ως Μύθοι του Αισώπου. Δεν διασώζονται γραπτά του και οι ιστορίες που συγκεντρώθηκαν εντάσσονταν αρχικά στην προφορική παράδοση.[5]

Ο Αίσωπος. Πίνακας του Ντιέγο Βελάθκεθ

Τη βιογραφία του Αισώπου συνέγραψε τον 14ο αιώνα ο μοναχός Μάξιμος Πλανούδης και περιέχονται σ' αυτή πολλά ανέκδοτα για τη ζωή και την εν γένει δράση του.[6]

Η γέννησή του τοποθετείται τον 7ο αιώνα π.Χ, η δράση του όμως η περίοδος ακμής του τοποθετείται το πρώτο μισό του αιώνα που ακολούθησε και όπως και με τον Όμηρο πολλές πόλεις έριζαν για τον τόπο καταγωγής του: αναφέρεται η Φρυγία, ενώ σύμφωνα μ' άλλους γεννήθηκε στη Σάμο ή τη Θράκη, τις Σάρδεις, την Αίγυπτο ή και άλλες περιοχές της Αφρικής, όπως την Αιθιοπία, στηριζόμενοι στο ότι στις ιστορίες του εμφανίζονται ζώα άγνωστα τότε στην Ευρώπη και την Αφρική.[7] Μέσα από τις περισσότερες πηγές όμως συμπεραίνουμε ότι η πόλη του ήταν η Φρυγία, ίσως η πόλη Αμόριο. Ο μεγάλος αριθμός των τόπων αυτών δικαιολογείται και από τα πολλά ταξίδια που φαίνεται να έκανε ο Αίσωπος.

Μεταγενέστερες μαρτυρίες τον αναφέρουν να παίρνει μέρος στο συμπόσιο των Επτά σοφών και να ελέγχει με την ευφυολογία και τη σοφία του τους λόγους τους[8]. Επίσης τον φέρουν στις Σάρδεις στην αυλή του βασιλιά Κροίσου, του οποίου ήταν ευνοούμενος και σύμβουλος.

Ο Αίσωπος ήταν ταπεινής καταγωγής και δύσμορφος αλλά ευφυέστατος. Παρ' ότι όσο ζούσε ήταν δούλος, οι Αθηναίοι του έστησαν αργότερα ανδριάντα, για να δείξουν έτσι ότι κάθε άνθρωπος αξίας πρέπει, ανεξάρτητα από την καταγωγή του, να τιμάται.

Ο Αίσωπος γεννήθηκε κατά πάσα πιθανότητα, από οικογένεια δούλων, το 625 π.Χ., στο Αμόριο της Φρυγίας, ήταν δούλος του φιλόσοφου Ιάδμονα,[9] έζησε στη Σάμο, ταξίδεψε στην Αίγυπτο και την Ανατολή και πέθανε στους Δελφούς, όπου είχε σταλθεί από τον βασιλιά Κροίσο για να λάβει χρησμό από το Μαντείο των Δελφών το 560 π.Χ. Συγκεκριμένα όταν στάλθηκε από τον βασιλιά της Λυδίας, τον Κροίσο, για μια αποστολή στους Δελφούς κατηγόρησε και κορόιδεψε τους κατοίκους των Δελφών γιατί δεν καλλιεργούσαν τη γη τους και περίμεναν να ζήσουν από τα αφιερώματα στο Μαντείο. Αυτοί για να τον εκδικηθούν, χρησιμοποίησαν δόλο: έκρυψαν στα πράγματα του ένα χρυσό ιερό κύπελλο και, όταν αυτός ανύποπτος ξεκίνησε να φύγει, εκείνη τον σταμάτησαν ψάχνοντας στις αποσκευές του με την δικαιολογία ότι τάχα χάθηκε ένα κύπελλο, τον έπιασαν, τον δίκασαν και τον καταδίκασαν σε θάνατο. Κατηγορήθηκε για ιεροσυλία και καταδικάστηκε σε θάνατο από ιεροδικαστές. Γκρεμίστηκε δε από την κορφή του Παρνασσού.[10] Οι εκδοχές ως προς τους λόγους του θανάτου του, είναι αρκετές και διαφορετικές.

Με βάση μία άλλη εκδοχή ο Αίσωπος ήταν δούλος κάποιου κτηματία που τον χρησιμοποιούσε σαν βοσκό. Μια μέρα που είδε τον επιστάτη να χτυπά άδικα έναν άλλο δούλο, έτρεξε να τον βοηθήσει κι έτσι ο επιστάτης για να τον εκδικηθεί τον κατηγόρησε στον κτηματία, που τον πήγε στην αγορά της Εφέσου για να τον πουλήσει. Εκεί τον αγόρασε ο σοφός Ξάνθος από τη Σάμο, που εκτίμησε το έξυπνο βλέμμα του και τον πήρε μαζί του σαν δούλο. Μαζί του άρχισε να ταξιδεύει και να γνωρίζει τον κόσμο. Στη συνέχεια ο Ξάνθος τον πούλησε στον επίσης Σάμιο σοφό Ιάδμονα. Αυτός εκτιμώντας τα πνευματικά χαρίσματά του και κυρίως τη σοφία και την ευφυΐα του, τον απελευθέρωσε.

Κάποτε έφτασε και στην περιοχή των Δελφών κι επισκέφθηκε το περίφημο Μαντείο. Ο Αίσωπος ειρωνεύτηκε τους ιερείς ότι μαντεύουν για να πλουτίζουν, και τους κατοίκους, ότι αντί να καλλιεργούν τα κτήματά τους και να φροντίζουν τα ζώα τους ζούσαν από τ' αφιερώματα των προσκυνητών. Αυτό του το θράσος εξόργισε τους ιερείς του Μαντείου οι οποίοι τον παγίδεψαν, βάζοντας ένα χρυσό ποτήρι στις αποσκευές του και κατόπιν τον κατηγόρησαν για κλέφτη κι ιερόσυλο. Έτσι τον δίκασαν άδικα και τον καταδίκασαν σε θάνατο, ρίχνοντας τον από την κορυφή των Φαιδριάδων βράχων του Παρνασσού.[10]

Σύμφωνα με την παράδοση, ο Απόλλωνας τιμώρησε την αδικία τους στέλνοντας στους κατοίκους των Δελφών μεγάλη πείνα και λιμό, που θέρισε πολλούς κατοίκους. Αυτοί τότε για να εξιλεωθούν έστησαν μια μαρμάρινη στήλη προς τιμήν του Αισώπου.

Κύριο λήμμα: Μύθοι του Αισώπου
Aesopus moralisatus, 1485

Πρωταγωνιστές στους μύθους του Αισώπου είναι, κατά το πλείστον, ορισμένα ζώα, όπως η αλεπού, ο λύκος, το λιοντάρι, το ελάφι κ.ά. Κυρίως είναι διάλογοι μεταξύ ζώων που ομιλούν («φωνήεντα ζώα») κι ενεργούν σαν άνθρωποι, ενώ υπάρχουν και μερικοί με ανθρώπους ή θεούς. Πρόκειται για μικρά οικιακά αφηγήματα, διατυπωμένα με μεγάλη συντομία. Ο χαρακτήρας τους είναι ηθικοδιδακτικός, συμβολικός κι αλληγορικός. Οι Μύθοι αυτοί έχουν ιδιαίτερη χάρη, θαυμαστή απλότητα κι άφταστη διδακτικότητα. Είναι παρμένοι από την καθημερινή ζωή και τη φύση. Είχε τη μοναδική ικανότητα να δίνει στα ζώα ανθρώπινες ιδιότητες, ψυχή και λαλιά, σε τέτοιο βαθμό που να θεωρείς ότι οι μύθοι του ήταν κάποτε η πραγματικότητα και όλα αυτά που διηγείται έχουν συμβεί. Βασικό χαρακτηριστικό των διηγήσεών του ήταν το «επιμύθιο», το οποίο ήταν εύληπτο για τα παιδιά και τον λαό.

Οι Αισώπειοι Μύθοι (Αἰσώπου Μῦθοι) καταγράφηκαν, στην πλειονότητά τους, σε πεζό λόγο. Ως γνωστό, μέχρι τότε, μόνον ο έμμετρος λόγος, η ποίηση, θεωρούνταν το μοναδικό εκφραστικό είδος για τους συγγραφείς. Συνεπώς μπορεί να θεωρηθεί κι ως πρωτοπόρος στο είδος του. Το κύριο νόημα των μύθων αυτών είναι η αποδοκιμασία του κακού στις πιο αντιπροσωπευτικές μορφές του: της βίας, της απάτης, της αυθαιρεσίας, της προδοσίας, της ματαιοδοξίας, της αλαζονείας, της ψευδολογίας, της πλεονεξίας, της πονηριάς. Η αποδοκιμασία επιχειρείται άλλοτε με αναφορά στη Θεία Δίκη, άλλοτε με πειστικές υποδείξεις, πιο συχνά όμως με τη διαπίστωση του παραλογισμού του κακού, με τη γελοιοποίηση του καθώς και με τη φιλοσοφική ενατένιση της ζωής.

Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, ο Αίσωπος ήταν πολύ γνωστός «λογοποιός».[9] Εκτός από τους μύθους γνώριζε και διηγούνταν πολλά αστεία κι ανέκδοτα. Άλλοι υποστηρίζουν ότι δεν δημιούργησε μύθους (αίνους) αλλά τους συγκέντρωσε, τους συμπλήρωσε και τους τελειοποίησε. Αυτοί προέρχονταν είτε από τους αρχαιότερους Έλληνες είτε από άλλους λαούς, όπως οι Φρύγες. Δεν αποκλείεται βέβαια να επινόησε κι ο ίδιος μερικούς απ' αυτούς. Πάντως, τους χρησιμοποίησε πολύ στη ζωή του, με τόση δεξιότητα κι επιτυχία, ώστε να συνδεθεί τελικά το όνομά του μ' αυτούς.

Λέγεται πως διηγόταν τους μύθους του αυτούς όχι μόνο στη διάρκεια της ζωής του αλλά και με σκοπό να υποστηρίξει την αθωότητά του στο δικαστήριο. Μέσα τους διακρίνεται το ευρύ, παρατηρητικό του πνεύμα κι η ικανότητά του να διδάσκει με μικρές, απλές ιστορίες, που πάντα έχουν στο τέλος κάποιο ηθικό δίδαγμα. Συνήθιζε με την παρατηρητικότητα και τη βαθιά σοφία του να πλάθει τέτοιες ιστορίες και να τις αφηγείται γύρω του. Με τον καιρό απέκτησε μεγάλη φήμη κι όλοι έτρεχαν κοντά του για να ακούσουν κάποιο μύθο του σχετικά με κάποιο πρόβλημα τους. Σιγά σιγά οι μύθοι του άρχισαν να μεταδίδονται από στόμα σε στόμα μεταξύ των ανθρώπων, μέχρι την ελληνιστική εποχή οπότε συγκεντρώθηκαν για πρώτη φορά.

Επιλογή μύθων του Αισώπου σε πεζό λόγο εξέδωσε ο Δημήτριος ο Φαληρεύς στα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ. Η συλλογή αυτή δε σώζεται και μόνο ποιητικές επεξεργασίες του Βαβρίου στα ελληνικά, του Φαίδρου στα λατινικά κι άλλων, διέσωσαν το υλικό της επιτομής εκείνης. Όλες οι σωζόμενες σήμερα συλλογές είναι πολύ μεταγενέστερες και προέρχονται από τον 1ο ή 2ο αιώνα κι έπειτα. Οι μύθοι του έχουν συγκεντρωθεί σε «Συλλογή Αισώπειων Μύθων».

Πρώτη φορά εκτυπώθηκαν στο Μιλάνο το 1479 μ.Χ., στη Βενετία το 1525 και 1543 από την οικογένεια τυπογράφων Damiano di Santa Maria (Δαμιανό ντι Σάντα Μαρία) ενώ ακολούθησε μία έκδοση στο Παρίσι το 1547. Ο Κοραής τους τύπωσε το 1810 στο Παρίσι κι ακολούθησε κριτική έκδοση το 1852 στη Λειψία από τον Χαλμ. Έκτοτε πολλές εκδόσεις παρουσιάστηκαν κι οι Μύθοι πιστεύεται πως έχουν διαβαστεί παγκοσμίως σχεδόν όσο κι η Βίβλος. Η πιο πρόσφατη έκδοση τους έγινε από τον βρετανικό εκδοτικό οίκο Penguin Books (1997) σε 50.000 αντίτυπα. Η απόδοση τους στη νέα ελληνική γλώσσα έγινε από τους Ανδρόνικο Νούκιο και Γεώργιο Αιτωλό, που έζησαν τον 16ο αιώνα.

Υπό το όνομα του Αισώπου υπάρχει ένα επίγραμμα στην Παλατινή Ανθολογία (Χ 123).

  • Ο αστεροειδής 12608 Αίσωπος (12608 Aesop), που ανακαλύφθηκε το 1960, πήρε το όνομά του από τον μυθογράφο αυτόν.
  1. Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας: «BnF catalogue général» (Γαλλικά) Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας. Παρίσι. Ανακτήθηκε στις 8  Οκτωβρίου 2016.
  2. Χένρι Λίντελ, Ρόμπερτ Σκοτ, Χένρυ Στιούαρτ Τζόουνς: «A Greek-English Lexicon». (Αγγλικά) Μεγάλο λεξικό της ελληνικής γλώσσας. Oxford University Press. 1819.
  3. The Fine Art Archive. 50448. Ανακτήθηκε στις 1  Απριλίου 2021.
  4. «Library of the World's Best Literature». Library of the World's Best Literature. 1897.
  5. «Αρχαία Ελληνική Γραμματολογία». www.greek-language.gr. Ανακτήθηκε στις 7 Νοεμβρίου 2024. 
  6. www.phys.uoa.gr
  7. Lobban, Richard. "Aesop." Historical dictionary of ancient and medieval Nubia. Scarecrow Press, c2004
  8. Πλουτάρχου, Των Επτά Σοφών Συμπόσιον
  9. 9,0 9,1 Ηροδότου Ιστορίαι, Βιβλίο Β', 134
  10. 10,0 10,1 Αριστοφάνη Σφήκες, στ. 1446-8

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]