Ετυμολογία

επεξεργασία
term < (κληρονομημένο) μέση αγγλική term < παλαιά γαλλική terme < λατινική terminus (όριο, τέλος)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /tɜːm/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
term terms

term (en)

  1. (μετρήσιμο) ο όρος, η λέξη
    technical/legal/medical/scientific terms - τεχνικοί/νομικοί/ιατρικοί/επιστημονικοί όροι
     συνώνυμα: word
  2. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το σχολικό τρίμηνο, η διαίρεση σχολικής χρονιάς
    grades from first/second/third term - βαθμολογία πρώτου/δεύτερου/τρίτου τριμήνου
  3. (μετρήσιμο) η διάρκεια, η προθεσμία, η θητεία, η περίοδος, μια χρονική περίοδος για την οποία κάτι διαρκεί· καθορισμένο ή περιορισμένο χρόνο
    a term of/in office - διάρκεια αξιώματος
    the term of a lease/a business partnership - η διάρκεια μίσθωσης/εταιρείας
    a term of six months - εξάμηνη προθεσμία
    during his term as President - κατά τη διάρκεια της θητείας του ως Πρόεδρος
    Η θητεία του προέδρου είναι 4 χρόνια.
    The President’s term is 4 years.
    The loan will be for a 20-year term.
    Το δάνειο θα είναι για περίοδο 20 ετών.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη period
  4. (μόνο στον ενικό, επίσημο) το τέλος, το τέλος μιας συγκεκριμένης χρονικής περιόδου, ειδικά μιας με αναμενόμενο τέλος
    He’s nearing his term.
    Πλησιάζω προς το τέλος του.
  5. (μετρήσιμο, μαθηματικά) ο όρος
    the terms of a fraction/of an equation - οι όροι ενός κλάσματος/μιας εξίσωσης
  6. (μόνο στον πληθυντικό) οι όροι, οι δεσμευτικές υποσχέσεις σε μια σύμβαση ή συμφωνία
    the terms of an agreement - οι όροι μιας συμφωνίας
    the terms of sale/purchase - οι όροι πώλησης/αγοράς
    the terms of surrender/payment - οι όροι παράδοσης/πληρωμής
    On what terms would you accept?
    Με τι όρους θα δεχόσουν;
    I will help you but on my terms, not on yours.
    Θα σε βοηθήσω αλλά με τους δικούς μου όρους, όχι τους δικούς σου.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη condition

Συγγενικά

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία
ενεστώτας term
γ΄ ενικό ενεστώτα terms
αόριστος termed
παθητική μετοχή termed
ενεργητική μετοχή terming

term (en)

  • (συνήθως στην παθητική φωνή, επίσημο) ορίζω, χρησιμοποιώ ένα συγκεκριμένο όνομα ή λέξη για να περιγράψω κάποιον ή κάτι
    Psychology can be termed as the science which…
    Η ψυχολογία μπορεί να οριστεί ως η επιστήμη που…