complement
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈkɒmpləmənt/ (βρετανικό)
- ομόηχο: compliment (κομπλιμέντο)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
complement | complements |
complement (en)
- συμπλήρωμα
- the entire complement of : πλήρες λειτουργικό σύνολο του ...
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | complement |
γ΄ ενικό ενεστώτα | complements |
αόριστος | complemented |
παθητική μετοχή | complemented |
ενεργητική μετοχή | complementing |
complement (en)