Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
παππουδικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Άλλες μορφές
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
παππουδικ
ός
η
παππουδικ
ή
το
παππουδικ
ό
γενική
του
παππουδικ
ού
της
παππουδικ
ής
του
παππουδικ
ού
αιτιατική
τον
παππουδικ
ό
την
παππουδικ
ή
το
παππουδικ
ό
κλητική
παππουδικ
έ
παππουδικ
ή
παππουδικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
παππουδικ
οί
οι
παππουδικ
ές
τα
παππουδικ
ά
γενική
των
παππουδικ
ών
των
παππουδικ
ών
των
παππουδικ
ών
αιτιατική
τους
παππουδικ
ούς
τις
παππουδικ
ές
τα
παππουδικ
ά
κλητική
παππουδικ
οί
παππουδικ
ές
παππουδικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
παππουδικός
<
παππούς
+
-ικός
Επίθετο
επεξεργασία
παππουδικός
που έχει
σχέση
με το
παππού
, ανήκει, ταιριάζει ή αναφέρεται σ’ αυτόν
Άλλες μορφές
επεξεργασία
παππουδίστικος
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τη λέξη
παππούς
Μεταφράσεις
επεξεργασία
παππουδικός
→
δείτε
τη λέξη
παππουδίστικος