↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επισμάλτωση οι επισμαλτώσεις
      γενική της επισμάλτωσης* των επισμαλτώσεων
    αιτιατική την επισμάλτωση τις επισμαλτώσεις
     κλητική επισμάλτωση επισμαλτώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, επισμαλτώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
επισμάλτωση < επι- + σμάλτ(ο) + -ωση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

επισμάλτωση θηλυκό

  • επίστρωση επιφάνειας με σμάλτο
    επισμάλτωση πλακιδίων και ειδών υγιεινής στο μπάνιο

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία