↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ενοικίαση οι ενοικιάσεις
      γενική της ενοικίασης* των ενοικιάσεων
    αιτιατική την ενοικίαση τις ενοικιάσεις
     κλητική ενοικίαση ενοικιάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ενοικιάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ενοικίαση < ενοικιάζω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.niˈci.a.si/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ενοικίαση θηλυκό (πληθυντικός : ενοικιάσεις)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία