ελεεινός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ελεεινός | η | ελεεινή | το | ελεεινό |
γενική | του | ελεεινού | της | ελεεινής | του | ελεεινού |
αιτιατική | τον | ελεεινό | την | ελεεινή | το | ελεεινό |
κλητική | ελεεινέ | ελεεινή | ελεεινό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ελεεινοί | οι | ελεεινές | τα | ελεεινά |
γενική | των | ελεεινών | των | ελεεινών | των | ελεεινών |
αιτιατική | τους | ελεεινούς | τις | ελεεινές | τα | ελεεινά |
κλητική | ελεεινοί | ελεεινές | ελεεινά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ελεεινός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐλεεινός (αξιολύπητος, χωρίς αρνητική σημασία)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.le.iˈnos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐λε‐ει‐νός
Επίθετο
επεξεργασίαελεεινός
- (για πρόσωπα) πολύ κακού χαρακτήρα
- ≈ συνώνυμα: ποταπός, τιποτένιος, φαύλος
- (για καταστάσεις ή πράγματα) πολύ κακής ποιότητας, χάλια