γλυσίνα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γλυσίνα | οι | γλυσίνες |
γενική | της | γλυσίνας | — | |
αιτιατική | τη | γλυσίνα | τις | γλυσίνες |
κλητική | γλυσίνα | γλυσίνες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- γλυσίνα < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική glycine < νεολατινική glycina < αρχαία ελληνική γλυκύς[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɣliˈsi.na/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γλυ‐σί‐να
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγλυσίνα θηλυκό
- (φυτό, λουλούδι) είδος αναρριχώμενου φυτού με μοβ άνθη, (επιστημονική ονομασία: Wisteria sinensis)
- ※ Την άνοιξη τα ροζ-μοβ λουλούδια της κουτσουπιάς, σε συνδυασμό με τα μενεξεδιά άνθη της γλυσίνας και τα κοκκινόασπρα κεράκια στις καστανιές, καθιστούν τον Βόσπορο ανυπέρβλητα όμορφο. (Freely, John, (μτφ. Έλλη Έμκε) (2014), Κωνσταντινούπολη: Η ιστορία της αυτοκρατορικής πόλης. Αθήνα: Μίνωας, σελ. 23)
- ※ Ένα απαλό χεράκι μου χαϊδεύει το μέτωπο.
Γιαγιά, ξύπνα, βλέπεις εφιάλτη.
Ανοίγω τα μάτια. Από πάνω στέκεται ο εγγονός μου.
– Σου έφερα την εφημερίδα.
Ανοίγω τα μάτια. Με πήρε, φαίνεται, ο ύπνος κάτω από τη γλυσίνα. […] Κοιτάζω γύρω. Στην άλλη άκρη, κάτω από τη γλυσίνα που ξαναζωντάνεψε όλα αυτά τα χρόνια, στην αυλή του σπιτιού μας στις Μηλιές στο Πήλιο, ένα όμορφο κορίτσι με ξανθά σγουρά μαλλιά και πράσινα μάτια γράφει στον υπολογιστή.- Άλκη Ζέη, Πόσο θα ζήσεις ακόμα, γιαγιά;, εκδόσεις: Μεταίχμιο, Αθήνα 2017, ISBN 978-618-03-1381-9, @google.gr/books
Άλλες γραφές
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- γλυσίνα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία γλυσίνα
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ γλυσίνα - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- γλυσίνα - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
- γλυσίνα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)