↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ασταθής η ασταθής το ασταθές
      γενική του ασταθούς* της ασταθούς του ασταθούς
    αιτιατική τον ασταθή την ασταθή το ασταθές
     κλητική ασταθή(ς) ασταθής ασταθές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ασταθείς οι ασταθείς τα ασταθή
      γενική των ασταθών των ασταθών των ασταθών
    αιτιατική τους ασταθείς τις ασταθείς τα ασταθή
     κλητική ασταθείς ασταθείς ασταθή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ασταθής < αρχαία ελληνική ἀσταθής

  Επίθετο

επεξεργασία

ασταθής

  • που χαρακτηρίζεται από αστάθεια
    1. που έχει την τάση να αλλάζει κατά τρόπο απρόβλεπτο, ευμετάβλητος
      ασταθής χαρακτήρας, ασταθής κατάσταση
    2. που κινδυνεύει να ανατραπεί
      ασταθής πλειοψηφία, ασταθής ισορροπία

Συγγενικά

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία