αεράτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αεράτος | η | αεράτη | το | αεράτο |
γενική | του | αεράτου | της | αεράτης | του | αεράτου |
αιτιατική | τον | αεράτο | την | αεράτη | το | αεράτο |
κλητική | αεράτε | αεράτη | αεράτο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αεράτοι | οι | αεράτες | τα | αεράτα |
γενική | των | αεράτων | των | αεράτων | των | αεράτων |
αιτιατική | τους | αεράτους | τις | αεράτες | τα | αεράτα |
κλητική | αεράτοι | αεράτες | αεράτα | |||
Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.eˈɾa.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ε‐ρά‐τος
Επίθετο
επεξεργασίααεράτος, -η, -ο
Παράγωγα
επεξεργασία- αεράτα (επίρρημα)
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη αέρας