Το φέουδο, που ετυμολογικά προέρχεται από το παλαιοφραγκικό "fehu" (= βοοειδή), εκ του λατινικού "feudum", με τη σημασία κινητών αγαθών, ήταν τρόπος κατοχής και ιδιοκτησίας γης (γαιοκτησίας) που αναπτύχθηκε ως κυρίαρχος θεσμός του λεγόμενου φεουδαλισμού, που αποτελούσε με τη σειρά του πολιτικό και κοινωνικό σύστημα ιδιοκτησία γης κατά τον Μεσαίωνα.

Αναλυτικότερα, το φέουδο είναι θεσμός που προέρχεται από τον συνδυασμό τριών στοιχείων:

  • Το beneficium, δηλαδή η παραχώρηση του δικαιώματος να καρπώνεται κάποιος μια έκταση γης για περιορισμένο χρονικό διάστημα με αντάλλαγμα την υπόσχεση προσφοράς συνήθως στρατιωτικών υπηρεσιών.
  • Η υποτέλεια (Vassalagium), δηλαδή η υποχρέωση εκείνου που δέχτηκε την έκταση γης να ορκιστεί στον χορηγό πίστη (sacramentum fidelitatis) και να του προσφέρει τις υπηρεσίες που ζητούνται.
  • Η ατέλεια (inmunitas), δηλαδή η απαλλαγή εκείνου που δέχεται τη δωρεά της γης από την υποχρέωση να υπαγάγει στη δικαιοδοσία του χορηγού τις περιοχές που έχουν παραχωρηθεί, όπου πια μόνο αυτός έχει την αποκλειστική κυριαρχία.

Το φέουδο έφερε επίσης τον χαρακτήρα της "εισφοράς", ή του "οικονομικού ανταλλάγματος", ή του κληρονομικού "τίτλου" επί αμοιβής, που δινόταν συνηθέστερα μετά από ιδιαίτερη πανηγυρική τελετή "φόρου τιμής" και "όρκου υποτέλειας" στον ηγεμόνα. Τα φέουδα που διατηρήθηκαν μέχρι τον 13ο αιώνα, ήταν μεγάλες εκτάσεις που περιελάμβαναν καλλιεργήσιμα εδάφη, χωριά ακόμα και πόλεις με δικαίωμα της εκμετάλλευσης αυτών και απόδοσης προσόδων. Οι δε κάτοχοι των φέουδων ήταν ιππότες και ευγενείς που ασκώντας εξουσία επ΄ αυτών κλήθηκαν, πολύ αργότερα, από νομομαθείς του 17ου αιώνα, φεουδάρχες, την δε άσκηση εξουσίας τους φεουδαρχία.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Επεξεργασία