Μπέλα Γκούτμαν
Ο Μπέλα Γκούτμαν (ουγγρική γλώσσα: Guttmann Béla, 27 Ιανουαρίου 1899,[1] Βουδαπέστη – 28 Αυγούστου 1981, Βιέννη) ήταν Ούγγρος προπονητής και ποδοσφαιριστής, εβραϊκής καταγωγής. Υπήρξε προπονητής μερικών εκ των κορυφαίων ομάδων του πλανήτη. Οι μεγαλύτερές του επιτυχίες ήταν οι κατακτήσεις με την Μπενφίκα του Κυπέλλου Πρωταθλητριών τα έτη 1961 και 1962, ενώ είχε και ένα σύντομο πέρασμα από τον Παναθηναϊκό το 1967.
Προσωπικές πληροφορίες | |||
---|---|---|---|
Ημερ. γέννησης | 27 Ιανουαρίου 1899 | ||
Τόπος γέννησης | Βουδαπέστη, Αυστροουγγαρία | ||
Ημερ. θανάτου | 28 Αυγούστου 1981 (82 ετών) | ||
Τόπος θανάτου | Βιέννη, Αυστρία | ||
Θέση | Μέσος | ||
Ομάδες νέων | |||
1917-1919 | Τόρεκβες ΣΕ | ||
Επαγγελματική καριέρα* | |||
Περίοδος | Ομάδα | Συμμ.† | (Γκ.)† |
1919-1921 | ΜΤΚ Βουδαπέστης | ||
1922-1926 | Χάκοα Βιέννης | 96 | (8) |
1926 | Μπρούκλιν Ουόντερερς | ||
1926-1929 | Νιου Γιορκ Τζάιαντς | 83 | (2) |
1929-1930 | Νιου Γιορκ Χάκοα | 21 | (0) |
1930 | Νιου Γιορκ Σόκερ Κλαμπ | 22 | (0) |
1931-1932 | Χάκοα Ολ Σταρς | 50 | (0) |
1932-1933 | Χάκοα Βιέννης | 4 | (0) |
Εθνική ομάδα | |||
Περίοδος | Ομάδα | Συμμ.† | (Γκ.)† |
1921-1924 | Ουγγαρία | 4 | (1) |
Προπονητική καριέρα | |||
Περίοδος | Ομάδα | ||
1933-1935 | Χάκοα Βιέννης | ||
1935-1937 | ΦΚ Τβέντε | ||
1937-1938 | Χάκοα Βιέννης | ||
1938-1939 | Ούιπεστ ΦΚ | ||
1945 | Βάσας ΣΚ | ||
1946 | Τσιοκάνουλ Βουκουρεστίου | ||
1947 | Ούιπεστ ΦΚ | ||
1947-1948 | Κίσπεστ ΑΣ | ||
1949-1950 | Πάντοβα | ||
1950-1951 | Ουνιόνε Τριεστίνα 2012 ΣΣΝ | ||
1953 | Κίλμες ΑΚ | ||
1953 | Α.Π.Ο.Ε.Λ. | ||
1953-1955 | ΑΚ Μίλαν | ||
1955-1956 | Βιτσέντσα Κάλτσιο | ||
1956-1957 | Χόνβεντ Βουδαπέστης | ||
1957-1958 | Σάο Πάολο | ||
1958-1959 | ΦΚ Πόρτο | ||
1959-1962 | Μπενφίκα | ||
1962 | Πενιαρόλ | ||
1964 | Αυστρία | ||
1965-1966 | Μπενφίκα | ||
1966-1967 | Σερβέτ Γενεύης | ||
1967 | Παναθηναϊκός | ||
1973 | Αούστρια Βιέννης | ||
1973 | ΦΚ Πόρτο | ||
* Οι συμμετοχές και τα γκολ στις προηγούμενες ομάδες υπολογίζονται μόνο για τα εγχώρια πρωταθλήματα. † Συμμετοχές (Γκολ). |
Ο Γκούτμαν έμεινε στην ιστορία του ποδοσφαίρου ως καινοτόμος προπονητής και σπουδαίος τακτικιστής, αναλυτής του ποδοσφαίρου. Η μακροχρόνια καριέρα του σε πολλές χώρες τον έκανε ίσως τον πιο φημισμένο Ούγγρο προπονητή ποδοσφαίρου.[2] Προσωπικότητα ιδιαίτερη, ένας γυρολόγος του αθλήματος, πέρασε τη μισή του ζωή στον προπονητικό πάγκο αφήνοντας σχεδόν πάντοτε έργο πίσω του. Μαζί με τον Γκούσταβ Σέμπες και τον Μάρτον Μπούκοβι αποτέλεσαν μια κορυφαία τριάδα ριζοσπαστών Ούγγρων προπονητών που εισήγαγαν στην Ευρώπη τον τακτικό σχηματισμό 4-2-4, ενώ του πιστώνεται η ανάδειξη του μεγάλου Εουσέμπιο, αλλά και η συνεισφορά του στο μοντέρνο βραζιλιάνικο τρόπο παιχνιδιού.
Ως ποδοσφαιριστής
ΕπεξεργασίαΟ Γκούτμαν γεννήθηκε στη Βουδαπέστη το 1899 από γονείς δασκάλους χορού. Άρχισε να σπουδάζει και ο ίδιος ως δάσκαλος κλασικού χορού. Το ποδόσφαιρο όμως είχε κερδίσει την καρδιά του, έτσι που χανόταν με τις ώρες με τους φίλους του παίζοντας μπάλα. Είχε από το σχολείο ξεκινήσει να παίζει σε θέση επιθετικού σέντερ χαφ (το σέντερ χαφ εκείνη την εποχή ήταν ο μεσαίος από τους τρεις μέσους στο σύστημα 2-3-5, συνήθως επιθετικογενής, κάτι σαν δεκάρι, αργότερα αμυντικογενής), όπου οι περιγραφές της εποχής τον χαρακτηρίζουν αέρινο.
Αγωνίστηκε μετά το σχολείο στους νέους της Τόρεκβες, όπου εντυπωσίασε αρκετά τους σκάουτερς της ΜΤΚ Βουδαπέστης, η οποία το 1920 τον ενέταξε στις τάξεις της. Στην αρχή ο Γκούτμαν αισθάνθηκε άνετα στην ΜΤΚ (προφέρεται ΕμΤεΚα) αν και αναπληρωματικός του Φέρεντς Νιουλ. Η ΜΤΚ ήταν η ομάδα που αντιπροσώπευε τη μεσοαστική εβραϊκή τάξη της Βουδαπέστης (πόλη με ιδιαιτέρως ακμάζουσα εβραϊκή κοινότητα) και έπαιζε με το στιλ που έπαιζε ο Γκούτμαν στην Τορεκβές, το 2-3-5 με μικρές πάσες και συνεχή κίνηση, την μπάλα κάτω και ομαδικό παιχνίδι, παιχνίδι κατοχής με άλλα λόγια, στιλ που είχε διδάξει ο μεγάλος δάσκαλος του ποδοσφαίρου, πατέρας του κεντροευρωπαϊκού ποδοσφαίρου και με μεγάλη επιρροή και στο βραζιλιάνικο ποδόσφαιρο, Άγγλος Τζίμι Χόγκαν.
Την επόμενη χρονιά έφυγε ο Νιουλ με μεταγραφή στη ρουμανική Χάτζιμπορ Κλουζ και ο νεαρός Γκούτμαν ανέλαβε ως μοχλός ανάπτυξης του παιχνιδιού της ΜΤΚ. Τη χρονιά εκείνη η ΜΤΚ κέρδισε το πρωτάθλημα Ουγγαρίας, το έκτο από δέκα συνεχόμενα. Ατυχώς για τον Γκούτμαν την επόμενη χρονιά επέστρεψε ο Φέρεντς Νιουλ και έχασε τη θέση του στη βασική ενδεκάδα. Ο Γκούτμαν, χαρακτήρας οξύθυμος και αντιδραστικός, αντέδρασε φεύγοντας, μια τάση φυγής που χαρακτήρισε όλη την καριέρα του. Μετά την φυγή από την ΜΤΚ, φοβούμενος δικαστικές διώξεις κατά των Εβραίων από το νεοπαγές φασιστικό καθεστώς του Ναυάρχου Μίκλος Χόρτυ, κατευθύνθηκε προς τη Βιέννη όπως πάρα πολλοί άλλοι Εβραίοι.
Στη Βιέννη ο Γκούτμαν ένιωθε όπως στο σπίτι του, αν και ο αντισημιτισμός δεν έλειπε ούτε εκεί. Η περίφημη κουλτούρα των καφέ, που γεννήθηκε στη Βουδαπέστη και τη Βιέννη (τότε τα καφέ άρχισαν να είναι τόποι συγκέντρωσης οπαδών, διανοουμένων που αγκάλιασαν το νέο σπορ, παραγόντων όπου αναπτυσσόταν μέσα από ατέρμονες συζητήσεις μια ολόκληρη κουλτούρα γύρω από το ποδόσφαιρο, κουλτούρα που το εξύψωνε σε μορφή τέχνης με ποικίλες κοινωνιολογικές αποχρώσεις), τον έκανε να περνά ευχάριστα τον καιρό του.
Στα τέλη του 1921 εντάχθηκε στο μεγάλο εβραϊκό σύλλογο της Χάκοα Βιέννης και παράλληλα ίδρυσε μια σχολή χορού για να συμπληρώνει το εισόδημά του. Η Χάκοα το 1925 με τον Γκούτμαν στη θέση του σέντερ χαφ κατέκτησε το πρώτο επαγγελματικό αυστριακό πρωτάθλημα. Ο ομάδα έκανε και πολλές περιοδείες για οικονομικούς και ιδεολογικούς, προπαγανδιστικούς σιωνιστικούς σκοπούς. Το 1926 περιόδευσαν στην ανατολική ακτή των Η.Π.Α. όπου παρά την ήττα σε δύο παιχνίδια από τα δεκατρία που έδωσαν, τους απέδωσαν το προσωνύμιο Αήττητοι Εβραίοι.
Η περιοδεία αυτή αποτέλεσε μεγάλη οικονομική επιτυχία και διαφήμισε δεόντως την ομάδα, σήμανε όμως την παρακμή της. Αυτό συνέβη γιατί οι αμερικανικές ομάδες, ούσες πιο πλούσιες, δελέασαν τους παίχτες της Χάκοα και τους πήραν στις τάξεις τους. Ο Γκούτμαν εκμεταλλευόμενος την ευκαιρία για καλύτερες συνθήκες ζωής από τη φασιστική Ευρώπη, υπέγραψε μετά από ένα διάλειμμα στους Μπρούκλιν Ουόντερερς, συμβόλαιο στους Τζάιαντς Νέας Υόρκης, ομάδα στην οποία εντάχθηκαν οι μισοί ποδοσφαιριστές της άτυχης Χάκοα.
Στη νέα του ομάδα ο Γκούτμαν έπαιξε καλό ποδόσφαιρο και το 1929 κέρδισε το Κύπελλο των Η.Π.Α. Συγχρόνως με την ποδοσφαιρική του ενασχόληση ήταν και ιδιοκτήτης κλαμπ όπου γινόταν παράνομη πώληση αλκοόλ (δραστηριότητα εξαιρετικώς επικερδής εκείνα τα χρόνια της ποτοαπαγόρευσης στην Αμερική). Η Μαύρη Τρίτη του 1929, η ημέρα του παγκόσμιου οικονομικού κραχ που άρχισε από τις Η.Π.Α, σήμανε την οικονομική του καταστροφή. Έκανα δυο τρύπες στα μάτια του Αβραάμ Λίνκολν στο τελευταίο χαρτονόμισμα των πέντε δολαρίων που είχα, νόμιζα ότι δεν θα τα κατάφερνα να τα βγάλω πέρα, ανέφερε κάποτε.
Χαρακτήρας που του άρεσαν τα φίνα πράγματα (όντας παίχτης της Χάκοα ήθελε τις φανέλες μεταξένιες) και υπερήφανος, η κατάσταση αυτή τον σημάδεψε και αποφάσισε ότι δεν θα ξανασυναντούσε ποτέ πια τη φτώχεια ούτε θα ήταν έρμαιο των πολιτικών κανενός. Από εκείνη τη στιγμή έγινε ένας μισθοφόρος που πήγαινε όπου του έδιναν περισσότερα. Έμεινε στην Αμερική μέχρι το 1932, όταν διαλύθηκε το υπερχρεωμένο και αδιάφορο αμερικανικό πρωτάθλημα και επέστρεψε στη Βιέννη και τη Χάκοα για το ξεκίνημα μιας μεγάλης προπονητικής καριέρας σαράντα χρόνων.
Ως προπονητής
ΕπεξεργασίαΣτη Βιέννη έμεινε δύο αγωνιστικές περιόδους προπονώντας τη Χάκοα και συνέχισε στην Ολλανδία και την Ένσχεντε, ύστερα από συμβουλή της μεγάλης μορφής του αυστριακού ποδοσφαίρου, διαιτητή, παράγοντα και προπονητή της Βούντερτιμ, Ούγκο Μάισλ. Στην Ένσχεντε υπέγραψε αρχικώς μια τρίμηνη συμφωνία συνεργασίας και όταν με τη λήξη του τριμήνου η διοίκηση της ομάδας επιδίωξε ανανέωση της συμφωνίας, ο Γκούτμαν απαίτησε ένα τεράστιο πριμ σε περίπτωση κατάκτησης του ολλανδικού πρωταθλήματος. Η Ένσχεντε, η οποία πάλευε τότε για την αποφυγή του υποβιβασμού, κάθε άλλο παρά το πρωτάθλημα θα μπορούσε να κατακτήσει κατά τη γνώμη της διοίκησής της και του φίλαθλου κόσμου. Έτσι η διοίκηση αποδέχτηκε τον όρο αυτό. Η ομάδα όμως στη συνέχεια έκανε εκπληκτική σεζόν και απώλεσε για λίγο το πρωτάθλημα. Ο πρόεδρος της παραδέχθηκε αργότερα ότι παρακαλούσε η ομάδα του να χάσει όσο το πρωτάθλημα βάδιζε προς το τέλος και η ομάδα πετούσε από νίκη σε νίκη, ειδάλλως το πριμ στον Γκούτμαν θα σήμαινε χρεοκοπία για την ομάδα.
Ο Γκούτμαν θα το είχε διεκδικήσει το πριμ σίγουρα. Διαπραγματευτής σκληρός χωρίς να ανέχεται παρεμβάσεις στη δουλειά του. Πάνω από δύο χρόνια σπάνια έμενε σε ομάδα. Ο προπονητής είναι ένας θηριοδαμαστής στο κλουβί με τα άγρια ζώα, πρέπει να δείχνει άφοβος για να τα δαμάσει, όταν με τον καιρό τον πλησιάσουν, παραγνωριστούν και χάσει εκείνη τη λάμψη στα μάτια, πρέπει να φεύγει, είπε κάποτε. Μετά από δύο χρόνια στην Ολλανδία, επέστρεψε στη Χάκοα και τη Βιέννη.
Το 1938 με την προσάρτηση της Αυστρίας από τη Γερμανία (το λεγόμενο Άνσλους), εγκατέλειψε τη Βιέννη και επέστρεψε στην πατρίδα του, Ουγγαρία. Στην Ουγγαρία όμως το καθεστώς Χόρτυ ήταν σύμμαχος της ναζιστικής Γερμανίας και οι Εβραίοι περνούσαν δύσκολες ώρες κι εκεί. Το τι συνέβη στον πόλεμο δεν είναι ξεκάθαρο. Ο μεγαλύτερος αδελφός του γνωρίζουμε ότι πέθανε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, ενώ ο ίδιος φαίνεται ότι κατάφερε να ξεφύγει στην ουδέτερη Ελβετία (όπου γνώρισε τη γυναίκα του), αξιοποιώντας τις γνωριμίες του από τα χρόνια της Χάκοα.
Όταν κάποτε ρωτήθηκε πώς επιβίωσε στον πόλεμο, είπε Με βοήθησε ο Θεός. Πάντοτε αρνείτο να μιλήσει για τις εμπειρίες του εκείνα τα δύσκολα χρόνια. Το 1964 κυκλοφόρησε η αυτοβιογραφία του στην οποία αφιερώνει σε αυτά τα τόσα σημαντικά χρόνια μόνο μια μικρή παράγραφο αναφέροντας Τα τελευταία 15 χρόνια έχουν γραφτεί αναρίθμητα βιβλία για τα φριχτά εκείνα χρόνια που οι άνθρωποι πολεμούσαν για να αποφύγουν το θάνατο. Θα ήταν περιττό να προβληματίσουμε τους αναγνώστες μας με τέτοιες λεπτομέρειες.
Με το τέλος του πολέμου το 1945 επέστρεψε στην Ουγγαρία, όπου ανέλαβε τη Βάσας Βουδαπέστης για λίγο και ένα χρόνο μετά μετακόμισε στη Ρουμανία αναλαμβάνοντας την Τσιοκανούλ. Στην Τσιοκανούλ επέμενε να τυγχάνει πληρωμής με τρόφιμα αντί χρημάτων, αντιμετωπίζοντας με αυτό τον τρόπο το κύμα πληθωρισμού που σάρωνε την Ευρώπη, λόγω κυρίως της ανεπάρκειας τροφίμων, οφειλόμενης στην καταστροφή των υποδομών και της παραγωγής των κρατών λόγω του πολέμου, καθώς και των καρτέλ που οικειοποιούνταν και πουλούσαν τα λιγοστά τρόφιμα σε τιμές ληστρικές. Στη Ρουμανία η περιπέτεια δεν κράτησε πολύ. Όταν ένας παράγοντας της ομάδας αποπειράθηκε να παρέμβει στη σύνθεση της ενδεκάδας, ο Γκούτμαν τού είπε Εντάξει, διοικείς την ομάδα, οπότε φαίνεται πως έχεις όλα τα προσόντα για προπονητής και έφυγε αμέσως από τη Ρουμανία.
Τον επόμενο χρόνο βρέθηκε στον πάγκο της Ούιπεστ[3] με την οποία κέρδισε το πρωτάθλημα Ουγγαρίας και την εγκαταλείπει και αυτή για να πάει στην Κίσπεστ ως αντικαταστάτης στη θέση τού απολυθέντος πατέρα τού θρυλικού Ούγγρου ποδοσφαιριστή και μετέπειτα προπονητή Φέρεντς Πούσκας, ο οποίος έπαιζε τότε στην ομάδα. Στην Κίσπεστ ο Γκούτμαν δεν άργησε να έρθει σε σύγκρουση με τον εξίσου δύσκολο χαρακτήρα του Καλπάζοντος Συνταγματάρχη (προσωνύμιο του Φέρεντς Πούσκας). Η κόντρα έφτασε στην κορύφωσή της σε ένα ματς με τη Γκιορ. Ο Γκούτμαν επέμενε πολύ στην τακτική και πέρασε όλο το πρώτο ημίχρονο εκείνου του αγώνα προσπαθώντας να ηρεμήσει τον δεξιό του μπακ Μίχαλι Πάτι, ο οποίος έπαιζε πολύ επιθετικά μην κρατώντας τη θέση του στο δεξί άκρο της άμυνας, εκθέτοντας την ομάδα σε αντεπιθέσεις.
Εκνευρισμένος ο Γκούτμαν του έβαλε τις φωνές στην ανάπαυλα λέγοντάς του να μην κατέβει να παίξει στο δεύτερο ημίχρονο. Εκείνη την εποχή αλλαγές δεν επιτρέπονταν και η ομάδα θα συνέχιζε με δέκα παίχτες τον αγώνα. Ο Πούσκας εκνευρισμένος είπε στον Πάτι να μπει να παίξει. Ο Πάτι αμφιταλαντεύτηκε για λίγο διάστημα, τελικώς όμως παράκουσε τον προπονητή του. Βλέποντάς τον ο Γκούτμαν να εισέρχεται στον αγωνιστικό χώρο, άφησε τον πάγκο και κάθησε στις κερκίδες, όπου μπροστά στους απορημένους και σοκαρισμένους θεατές άρχισε να διαβάζει ένα περιοδικό για ιπποδρομίες. Το παιχνίδι τελείωσε με ήττα της Κίσπεστ με 4-0 και τον Γκούτμαν στο τραμ για το σπίτι χωρίς επιστροφή στην ομάδα.
Με το τέλος της συνεργασίας με την Κίσπεστ άρχισε η μεγάλη προπονητική περιπλάνησή του. Ξεκίνημα από την Τριεστίνα και την Πάντοβα στην Ιταλία, Μπόκα Τζούνιορς και Κίλμες ΑΚ στην Αργεντινή στη συνέχεια, ΑΠΟΕΛ στην Κύπρο και μετά στη ΑΚ Μίλαν, πάλι στην Ιταλία, όπου έμεινε μέχρι το μέσο της σεζόν 1953-54. Στην Ιταλία η Μίλαν δεν τα πήγαινε καλά τότε. Ο Γκούτμαν την ανέβασε στη τρίτη θέση της βαθμολογίας την πρώτη του χρονιά, διώχθηκε όμως ύστερα από έντονες διαφωνίες με μέλη της διοίκησης μετά τα πρώτα 19 ματς της επόμενης χρονιάς κι ενώ η ομάδα βρισκόταν στην πρώτη θέση. Σε μια εξαιρετικά φορτισμένη συνέντευξη αποχώρησης είπε Απολύθηκα αν και δεν είμαι ούτε εγκληματίας ούτε ομοφυλόφιλος. Αντίο σας. Η θητεία αυτή αποτέλεσε ένα σκληρό μάθημα και στα επόμενα συμβόλαιά του έβαζε τον όρο να μην μπορούν να τον απολύσουν, όσο είχε την ομάδα στην πρώτη θέση της βαθμολογίας.
Παρέμεινε στην Ιταλία αναλαμβάνοντας τη Βιτσέντσα, από την οποία έφυγε όμως ύστερα από νέες διαφωνίες μετά από 28 παιχνίδια. Η εξέγερση του ουγγρικού λαού το 1956 στη Βουδαπέστη εναντίον των Σοβιετικών και των ανδρείκελών τους, του έδωσε την ευκαιρία να βρεθεί στο τιμόνι της ουγγρικής Χόνβεντ Βουδαπέστης (η πρώην Κίσπεστ, που είχε κάποτε προπονήσει, μετονομάστηκε σε Χόνβεντ από το ουγγρικό κομμουνιστικό καθεστώς, το ελεγχόμενο από τους Σοβιετικούς στα πλαίσια του Συμφώνου της Βαρσοβίας).
Η Χόνβεντ αποδέχτηκε τότε μια πρόσκληση για μια περιοδεία στη Βραζιλία και τη Βενεζουέλα επιδιώκοντας να κρατήσει τους παίχτες της μακριά από τις ταραχές της ουγγρικής πρωτεύουσας. Ο Πούσκας συμφιλιώθηκε με τον Γκούτμαν και ο τελευταίος τέθηκε επικεφαλής της ομάδας σε αυτό το ταξίδι. Στη Λατινική Αμερική είχε σπουδαία φήμη και τού έγινε πρόταση να αναλάβει τη Σάο Πάολο της Βραζιλίας την οποία και αποδέχτηκε αφήνοντας τη Χόνβεντ.
Στη Σάο Πάολο: δαμάζοντας τη "ζεϊτίνιο"
ΕπεξεργασίαΌταν έφτασε στη Βραζιλία ο Γκούτμαν, το σύστημα WM λόγω της δομής του -που ευνοούσε τα σκληρά μαρκαρίσματα- δεν άρεσε στους ντόπιους και είχε ήδη εξελιχθεί σε 4-2-4, σύστημα που ταίριαζε στις βραζιλιάνικες απαιτήσεις περί ανάδειξης του πηγαίου ταλέντου και του αυτοσχεδιασμού. Η ζεϊτίνιο (θεωρία του ανθρωπολόγου Ρόμπερτ ντα Μάτα σύμφωνα με την οποία οι Βραζιλιάνοι μιγάδες για να αποφύγουν την καταπίεση από τους αφέντες τους επινοούσαν ευφάνταστους τρόπους παράκαμψης της δύσκολης ζωής τους, μην έχοντας εμπιστοσύνη στο σύστημα, γεγονός που τους έκανε να βασίζονται στους εαυτούς τους περισσότερο, παρά σε εξωτερικές ή συλλογικές δομές, ενισχύοντας έτσι τη φαντασία τους και την αυτοσχεδιαστική τους διάθεση) είχε διαποτίσει τη συλλογική μνήμη και είχε γίνει ένστικτο, έμφυτο γνώρισμα.
Οι Βραζιλιάνοι παίχτες είχαν απαράμιλλη φαντασία, αψεγάδιαστη τεχνική κατάρτιση, κίνηση που έμοιαζε με σάμπα και καποέιρα (πολεμική τέχνη που πήρε μορφή χορού για να μην καταλαβαίνουν οι αφέντες των μιγάδων ότι επρόκειτο για πολεμική εξάσκηση), τους έλειπε όμως μια αίσθηση σκοπού στο παιχνίδι τους και προσήλωσης στο στόχο λόγω των εγγενών αδυναμιών του λαού τους, ύστερα από χρόνια καταπίεσης και επιδίωξης του ωραίου (που τους έκανε να ξεχνούν τα βάσανά τους) έναντι της ουσίας. Η φαντασία τους ανέτρεψε πολλά δεδομένα στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο. Μέχρι την εποχή εκείνη οι ομάδες κουβαλούσαν τη μπάλα πολύ κοντά στην αντίπαλη περιοχή προκειμένου να σκοράρουν και κινούνταν συλλογικά στο γήπεδο. Αντιθέτως, ένας Βραζιλιάνος ποδοσφαιριστής μπορεί να ξεκινούσε από την άμυνα και εφορμώντας μπροστά να εξαπέλυε ένα κεραυνό από 30 μέτρα αιφνιδιάζοντας τους πάντες με τη θρασύτητά του, ανατρέποντας την ισορροπία και αιφνιδιάζοντας ολόκληρη την αντίπαλη άμυνα, μαζί και τους συμπαίκτες του.
Η επιρροή του Γκούτμαν στην ομάδα της Σάο Πάολο είχε να κάνει πιο πολύ με το στιλ παιχνιδιού και λιγότερο με αυτό καθ' αυτό το σύστημα 4-2-4. Στην ουσία έδωσε σκοπό και ουσία στο φαντεζί 4-2-4 των Βραζιλιάνων.
Πίσω στην Ευρώπη
ΕπεξεργασίαΓυρνώντας στην Ευρώπη, είχε και τις μεγαλύτερές του επιτυχίες: τις κατακτήσεις με την Μπενφίκα του Κυπέλλου Πρωταθλητριών τα έτη 1961 και 1962. Φεύγωντας δυσαρεστημένος από την πορτογαλική ομάδα φέρεται να τους είπε "ούτε σε 100 χρόνια δε θα ξαναπάρετε ευρωπαικό", η χαρακτηριστική "κατάρα του Γκούτμαν" που παραδόξως ακολουθεί ακόμα τη Μπενφίκα.
Αργότερα είχε και ένα σύντομο πέρασμα από τον Παναθηναϊκό το 1967, αλλά δε κατάφερε να προσαρμοστεί στις ερασιτεχνικές συνθήκες του τότε ελληνικού ποδοσφαίρου. Έκλεισε την προπονητική του καριέρα στην ΦΚ Πόρτο.
Παραπομπές
Επεξεργασία- ↑ Gárdos (Guttmann) Béla, βάση δεδομένων ευρωπαϊκών εθνικών ομάδων (Αγγλικά)
- ↑ «Hungary's Golden Squad». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 9 Αυγούστου 2020. Ανακτήθηκε στις 9 Αυγούστου 2020.
- ↑ Η Ούιπεστ έχει επικρατήσει λανθασμένα ως Ουίπεστ στην ελληνική αθλητικογραφία.
Πηγές
Επεξεργασία- Futebol του Άλεξ Μπέλος, εκδόσεις Κέδρος
- Αντιστρέφοντας την Πυραμίδα του Τζόναθαν Γουίλσον, εκδόσεις POLARIS
- Παιχνίδι χωρίς Όρια του Χρήστου Σωτηρακόπουλου, εκδόσεις Τόπος
- Το Τελευταίο Παιχνίδι-Αγάπη, Θάνατος και Ποδόσφαιρο του Κόουλι Τζέισον, εκδόσεις Τόπος
- Αρχίζει το Ματς-Το Ποδόσφαιρο στη Λογοτεχνία, εκδόσεις Μεταίχμιο
- Ποδόσφαιρο, μια Θρησκεία σε Αναζήτηση του Μανουέλ Βάθκεθ Μονταλμπάν (κοινωνιολογική μελέτη), εκδόσεις Μεταίχμιο