跳转到内容

πρώην

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語

[编辑]

形容詞

[编辑]

πρώην (próin) (無屈折)

  1. 前任

用法說明

[编辑]
  • πρώην可指任何曾擔任該職務者;τέως則特指該職務的前一任擔任者。
    όλοι οι πρώην πρωθυπουργοί και ο τέως Πρόεδρος της Δημοκρατίας
    所有前任總理和共和國前一任總統

同類詞彙

[编辑]