εργασία

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search
See also: ἐργασία

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek ἐργασία (ergasía, work).

Noun

[edit]

εργασία (ergasíaf (plural εργασίες)

  1. job, profession, work
    Θα ήθελα να συγχαρώ την Susan για την εξαιρετική εργασία που έχει εκτελέσει.
    Tha íthela na syncharó tin Susan gia tin exairetikí ergasía pou échei ektelései.
    I would like to congratulate Susan for the excellent work that she has done.
  2. task
  3. publication
    • (Can we date this quote?), (Please provide the book title or journal name)[1]:
      Στην παρούσα εργασία θα μελετηθεί η διαμόρφωση της συλλογικής μνήμης για το Ολοκαυτώματος στην πόλη του Βόλου...
      Stin paroúsa ergasía tha meletitheí i diamórfosi tis syllogikís mnímis gia to Olokaftómatos stin póli tou Vólou...
      In the present work we will study the formation of the collective memory for the Holocaust in the city of Volos...

Declension

[edit]
singular plural
nominative εργασία (ergasía) εργασίες (ergasíes)
genitive εργασίας (ergasías) εργασιών (ergasión)
accusative εργασία (ergasía) εργασίες (ergasíes)
vocative εργασία (ergasía) εργασίες (ergasíes)

Synonyms

[edit]
[edit]

Further reading

[edit]