Σελίδες


Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα παραμύθια. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα παραμύθια. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 14 Οκτωβρίου 2013

"Ο Μυλωνάς κι ο Βασιλιάς" - Λαϊκό παραμύθι από την Θήρα





Καταγραφή -- έρευνα Στέλλα Κοντογιάννη - ερευνήτρια λαογραφίας
(Αφηγείται η Καλίτση Μαυρομάτη )


Μια φορά κι ένα καιρό ήτανε ένας βασιλιάς . μια μέρα κάλεσε το δέσποτα του τόπου του και του λέει :
Δέσποτα θα σου βάλω τρία αινίγματα κι αν δεν μου τα λύσεις σε τρεις μέρες θα σου πάρω τη κεφαλή σου . 
Του λέει τα αινίγματα . 
Μα βασιλέα μου ίντα σου φταίω εγώ και μου βάζεις αυτή τη θηλεία ; 
Αυτό που σου λέω , δεσπότη μου . 
Ο δεσπότης καταστενοχωρημένος πήε στο σπίτι του και τον έτρωε η συλλο(γ)ή . Οι μέρες περνούσανε και ο μυλωνάς , ο γείτονάς του, που το μυαλό ντου έκοβε , λέει του δεσπότη. Έ(γ)νοια σου , δέσποτά μου , κι εγώ θα σου το κανονίσω το βασιλιά , μόνο να με λύσεις δεσπότη και θα πάω να του τα εξηγήσω .
 Την άλλη μέρα μια και δυο , ο καλός σου , πάει στο βασιλιά : Τα αινίγματα που έδωσε ο βασιλιάς ήταν:
1) Να μετρήσεις πόσα μέτρα είναι η γης από τον ουρανό ; 
2) Ποια είναι η ισχή μου ;  
 3)Τι έχω στο μυαλό μου; 
Βασιλιά μου, έλα να σου πω ότι θέλεις . Κάτσανε , το λοιπός, και αρχινά ο ψευτοδεσπότης . 
Θέλεις να σου πω , βασιλέα μου πόσο είναι από τη γης ως τον ουρανό , έφερα απ’ όξω από το παλάτι σου τα μέτρα και τα ‘χω μέσα στο κάρο , μπορείς να τα μετρήσεις κι ανι λάθος θα το βρεις .
Για το δεύτερο αίνιγμα «ποια είναι η ισχύς σου» σου εξηγώ ότι πρώτα είναι η δύναμη του Χριστού κι ύστερα η δική σου, βασιλιά μου. 
Και όσο για το τρίτο αίνιγμα «Τι έχεις μέσα στο μυαλό σου» είμαι βέβαιος ότι αυτή τη στιγμή βλέπεις μπροστά σου το δεσπότη. 
Και αμέσως γδύνεται και παρουσιάζεται ο πονηρός μυλωνάς. Έτσι ο δεσπότης γλύτωσε τη κεφαλή του.

Δευτέρα 14 Ιανουαρίου 2013

«Επήαν και τ' αυκά και το καλάθιν»: Κυπριακό παραμύθι

 Μιαν βολάν κ' έναν καιρόν είχεν έναν κοπελλούιν κι αγγιόστην* δκυό σελίνια. Εκράτεν τα κάμποσες ημέρες κ' εσκέφτετουν είντα να τα κάμη. Να τα φυλάξη έσσω;* Αν του τα κλέψουν; Να τα παίξη κουμάριν* να τα πολλύνη; Αν του τα πάρουν; Σκέφτου-σκέφτου, αποφάσισεν ν' αγοράση τίποτε, να το πουλήση, να τα πολλύνη. Εγόρασεν αυκά*.
 Εγέμωσεν ένα καλάθιν, επήεν στην Χώραν,* επούλησέν τα και κείνα κ' εκέρτισεν κι άλλα. Τε, τε,* επόλλυνεν τα σελίνια. Εγινήκαν δκυό λίρες. Μιαν ημέραν εγέμωσεν το καλάθιν του αυκά κ' ελάμνησε* που το Δάλιν* να πά΄στην Χώραν. Άμαν έφτασεν στον Αλυκόν* ηύρεν τον κατσασμένον.* Εσκέφτην να κάτση νάκκου* να πνάση* ώστοι να κάτση λλίον ο ποταμός να μπορήση να ρέξη.* Έβαλεν το καλάθιν χαμαί κ΄έκατσεν πα΄στην πέτραν. Σαν εκάθετον έπκιασέν τον η συλλοή. Ελάλεν ΄που μέσα του «Έτσι που πάω, εννά κερτίσω πολλά ριάλια. Άμαν κερτίσω άλλα λλία, να γοράσω έναν γαούριν να μεν τυραννιούμαι μέσ΄στες στράτες. Άμαν τα πολλύνω κι άλλον, να πουλήσω το γαούριν να γοράσω μούλαν, κ΄ύστερα να πουλήσω την μούλαν να γοράσω άππαρον*, να περνώ ππασιάς. Να πααίνω στον καβενέν να βάλλω τό΄ναν πόϊν πα΄στ΄άλλον, έτο* έτσι.» Την ώραν που σήκωσεν το πόϊν του νκρίζει* του καλαθκιού, εποκουππίστην* μέσ΄τον ποταμόν κ' έπαιρνέν το το νερόν. Ήτουν να σκάση ΄που το μαράζιν του. Κείνην την ώραν έφτασεν κειαμαί ένας που τον έξερεν κι αρώτησεν τον είντα ΄παθεν κ΄ εν΄μαραζωμένος. Με δκυό χείλη καμένα λαλεί του: «Επήαν και τ' αυκά και το καλάθιν». Και είπεν του την ιστορίαν, καλή ώρα, όπως σας την λαλώ εγιώ τωρά.

Γλωσσάρι κυπριακής διαλέκτου

αγγιόστην = απόκτησε, έσσω = μέσα στο σπίτι, κουμάριν = στα χαρτιά, πολλύνη = πληθύνη, αυκά= αυγά, Χώρα = Λευκωσία, τε, τε = σιγά, σιγά, ελάμνησε = ξεκίνησε, Δάλιν = χωριό στην επαρχία Λευκωσίας, Αλυκός = παραπόταμος του ποταμού Γιαλιά, κατσασμένον = φουσκωμένο ή ανεβασμένο, νάκκου = λίγο, πνάση= ξεκουραστεί, ρέξη = περάσει, άππαρος = άλογο, έτο = νά, νκρίζει = αγγίζει ή σπρώχνει, εποκουππίστην = αναποδογύρισε.

Δευτέρα 10 Δεκεμβρίου 2012

Ο Χριστός και η Παναΐα: Διήγημα από τη κυπριακή ύπαιθρο

 Μιαν ημέρα η Χαρικλού ήταν έσσω κι είπε να κάμει λίγα πουρέκια. Ήρθαν και οι κόρες της αδελφής της της Λευκούς, η Ευπραξία η Μαριά... Κουλούρεψε ζυμάρι και τό ΄κοψε κομματούδια.
Έ! λαλεί τους, ένι του Ιησού Χριστού τούτο το πουρέκι. Τούτο ένι της Παναΐας και τούτο ένι του παππού σας του Διάκου. Και τούτο ένι δικό μου και τούτο ένι δικό σου... Τα διαμοίρασε όλα και τα εβάλασιν στο πανέρι παράμερα. Ανάψασιν τη φωτιά να τα ψήσουσιν.

Μόλις η Χαρικλού έβαλεν τα πρώτα πουρέκια στο τηγάνι, ανέφαναν από το διπλανό χωριό ο Αργύρης ο αόμματος με τη γυναίκα του. Ανεφάνησαν κρατώντας ο τυφλός τη γυναίκα του από την κόξα και διακονούσαν.

Χριστός και Παναΐα μου! λαλεί η Χαρακλού, τούτοι ένι ο Χριστός κι η Παναΐα! Έβγαλε από το τηγάνι τα πρώτα και τους τα έδωκε. Τους έδωκε ψωμί και άλλα πράματα. Της έβαλαν κάμποσες ευχές και πήγαν εις το καλόν.

Δεν άργησε ο θεός, λαλεί η Χαρικλού, στις κορούες. Τους έπεμψε καταύτις για να δούμε αν κιάρω να τους δώκω πουρέκια, ψωμί, τίποτες, όπως έταξα.

Κυπριακό Παραμύθι: Ο Ιησούς Χριστός και ο γάμος των αρκόντων


Μια φορά κ' έναν καιρόν ο αρκοντότερος του χωρκού επάντρευκεν την κόρην του με τον γυιόν ενός μεγάλου πραματευτή. Εκαλέσαν εις τον γάμον ούλον το χωρκόν κι ούλον το αρκοντολόϊν. Άμα κ΄ήρατσιν ΄που την εκκλησιάν που εστεφανώσαν τ΄αντρόϋνον εκάτσασιν ούλοι στα τραπέζια κ΄εκουβαλούσαν οι μαείροι κ΄οι σεττοκόποι* τα φαγιά και τα κρασιά, κ΄οι ξιφάντωσες* και τα τραούδκια εβκαίναν μεσούρανα. Μεσ΄κείνην την ανακατωσιάν, μέσ΄κειν΄τα τραούδκια ήρτεν κ΄εστάθηκεν εις την πόρταν ένας ασπρομάλλης με κάτι ρούχα παστρικά χιόνι αμμά πολλά φτωχικά και κομματιασμένα. Εστάθην έτσι περίλυπος κ' εθώρεν, ζαβαλί μου,* που τρώαν κ΄επίναν. Ένας μισταρκός* είδεν τον: «Είντα θέλεις, γέρο; άτε τράβα στην δουλειάν σου, μεν μας εμποδίζεις· στέκεις μέσ' την πόρταν», κ΄εδκιωξέν τον κ' επήεν κείθε μέρου κ΄εστάθην μέσ' τον ηλιακόν.* Είδαν τον οι μαείροι κ' οι σεττοκόποι και επήαν κατά πισόν του: «Είντα, γέρο, είντα που θέλεις δαχαμαί;»* «Ήρτα, γυιέ μου, να δω κ΄εώ ο κακορίζικος τον γάμον και να κάτσω και εώ να φάω νακκουρίν.»* «Λάμνε,* γέρο, στην δουλείαν σου· εν αντρέπεσαι την μουτσούνα σου κ΄εν πάεις· με τουν τα παληόρουχα εννά κάτσης εις το τραπέζιν του γάμου; Μη χειρότερα! Χάτε,* χάτε, λάμνε στην δουλειά σου», κ΄εκουντήσαν τον όξω. Ο γέρος έφυεν κ΄ύστερα ΄που λίην ώραν ήρτεν ένας άρκοντας με κάτι ρούχα ούλα τσοχάδες, με τα πλουμιά τα ολόχρυσα, με κάτι γούννες βισιλικές, κ΄επήεν εις τον γάμον. Άμα τον είδασιν οι δούλοι εβουρήσαν κατά πάνω του: «Κόπιασε, κόπιασε, αφέντη μου πολυχρονημένε μου, κόπιασε στο τραπέζι.» Επροσηκωθήκαν του ούλοι, ως κ΄η νύφη επροσηκώθην του κ΄έκατσεν τον προ κεφαλής των πραπεζιών. Ετρέξασιν οι σεττοκόποι με τα φαγιά, με τους καλύττερους μεζέδες, με τα κρασιά. Έκατσεν ο άθθρωπος κ΄έππιανεν τα φαγιά με το κουτάλιν κ΄εχένωνέν τα πα στα ρούχα του και πα στες γούννες του κ΄ελάλενεν: «Φάτε, ρούχα, και τα ρούχα έχουν τιμήν·» Τότε οι καλεσμένοι κ΄ούλος ο κόσμος έμεινε ξηστικός κ΄εθωρούσαν τον έσσω κ΄έσσω. Άλλος ελάλεν: «άτζιαπις* περιπαίζει μας;» και άλλος: «άτζιαπις εν πελλός;», άλλος: «είντα εν τούτα, αφέντη μου, που κάμνεις;»  Ευτύς ο άθθρωπος εσηκώθη πάνω κ΄είπεν τους: «Εγώ είμαι ο Ιησούς Χριστός κ΄ήρτα να σας δοκιμάσω. Ήρτα φτωχός κακορίζικος, νηστικός πεινασμένος, κ΄εδκιώξετέ με. Τώρα που ήρτα με τες γούννες και με τα χρυσά, εκάτσετέ με ΄που πάνω ΄που την κεφαλήν σας. Έτσι κ' εώ ετάϊζα τα ρούχα μου, γιατί τα ρούχα μου είχαν την τιμήν και την υπόληψίν· εν την είχα εώ.» Άμαν τα είπεν τουν τα λόγια εχάθηκεν ΄που την μέσην τους κι αντροπιαστήκαν ούλοι κ΄εγινήκαν ρεζίλι.
Κι άφηκα κείνους καλά κ΄ηύρα σας εσάς καλύττερα.


Γλωσσάρι

σεττοκόποι = σερβιτόροι, ξιφάντωσες = ξεφαντώματα, ζαβαλλί μου = ο καημένος, μισταρκός = υπηρέτης, ηλιακός = υπόστεγη αυλή, δαχαμαί = εδώ χάμω, νακκουρίν = λίγο, λάμνε = πήγαινε, χάτε = άντε, άτζιαπις = άραγε (λ. τουρκ.).

Δευτέρα 12 Νοεμβρίου 2012

Ο χειμώνας και το καλοκαίριν: κυπριακό παραμύθι


 
Μιαν βολάν κ' έναν καιρόν είχεν έναν γέρον και μιαν κοτζιάκαρην.* Μιαν ημέραν ο γέρος, σαν εσάριζεν,* ηύρεν κουκίν κ' εφύτεψέν το μέσ' στην αυλήν του. Το κουκίν εβλάστησεν κ' εΐνειν μια κουκιά μιάλη που ΄φταννεν ως τον ουρανόν. Ύστερις 'που λλίον καιρόν ο γέρος εσκέφτην να βκη πα' στην κουκιάν να δη ως που φτάνει. Πα στην μούτην της εύρεν τον χειμώναν και το καλοκαίριν κ' εμαλλώνναν πκοιος εν' ο καλός: ο χειμώνας όξα* το καλοκαίριν. Άμαν είαν τον γέρον, αρωτήσαν τον να' ΄ούμεν είντα λαλεί.
Ο γέρος λαλεί τους: «Κι' ο χειμώνας εν' καλός και το καλοκαίριν εν' καλόν.» Άμαν τους είπεν έτσι, άρεσέν τους κ' εχαρίσαν του έναν χερομυλούϊν* και λαλούν του: «Γέρο, τουν το χερομυλούϊν, άμα του πης "έβκαρ' μου ττουρλού-ττουρλού", έννα σου βκάλη λογιών-λογιών πράματα.»
Ο γέρος έπκιαεν το χερομυλούϊν κ' εκατέην κάτω. Καθίσκει το μέσ' στην αυλήν και λαλεί του: «Έβκαρ' μου ττουρλού-ττουρλού, χερομυλούϊν μου.» Το χερομυλούϊν αρκίνησεν κ' έβκαλλεν λογιών-λογιών πράματα κ' εγέμωσεν η αυλή.
Έμαθεν ο βασιλέας κ' εμήνυσέν του γέρου πως έννα πάη έσσω του. Όσον κι άκουσεν έτσι ο γέρος, εσιάσιαρεν* και εβούραν* πάνω-κάτω, κ' εσκέφτετουν που να τον κάτση κ' είντα λλοής να τον εφκαριστήση αφούς ήτουν φτωχός. Αθθυμήθηκεν το χερομυλούϊν κ' έβαλέν το, κι' έβκαλλεν του τραπέζια, τσαέρες*, μαχέρκα και κουτάλια και πρότσες* ολόγρουσα, γάλους, όρνιθες και άλλα πράματα, ό,τι εγρειάζετουν.
Έμπην ο βασιλέας κ' επεριποιήθην τον όπως έπρεπεν. Ο βασιλέας επαραξενεύτην που τα εΐεν ΄κείνα ούλλα κι αρώτησεν τον γέρον πού τα ηύρεν κείνα ούλλα φτωχός άθθρωπος. Ο γέρος είπεν του την αλήθκειαν, πως κείν' τα πράματα ούλλα έβκαλέν τα το χερομυλούϊν του. Ο βασιλέας έπκιασεν τον γέρον ΄πο κει ΄πο δα κ' εκατάφερέν τον ν' αλλάξουν: Να του δώκει ο γέρος το χερομυλούϊν και να του δώκη κι ο βασιλέας έναν γαούριν που ΄χεζεν γρουσά. Εδέχτην ο γέρος, γιατί ο βασιλέας επήρεν το γαούριν μετά του και, άμαν του 'γγιξεν ετσά, έβκαλεν έναν γρουσόν· εξανάγγιξεν του, έβκαλεν άλλο΄ναν, αλλό ΄ναν ως τα πέντε. Ο βασιλέας επήρεν το χερομιλούϊν έσσω του.
Άμαν κ' επήρεν το, λαλεί του: «Έβκαρ' μου ττουρλού-ττουρλού, χερομυλούϊν μου», κ' έβκαλεν του μιαν κοπήν* μαύρους, κ' οι μαύροι κείνοι έθεν να σκοτώσουν τον βασιλέαν. Ο βασιλέας εφοήθηκεν κ' έπκιασεν το χερομυλούϊν κ΄ επήρεν το του γέρου, κ' έπκιασεν το γαούριν του πίσω.
Μιαν ημέραν η κοτζιάκαρη έοξέν της να βκη πα στην κουκιάν. Πα στην μούττη ηύρεν τον χειμώναν και το καλοκαίριν, κ' εμμαλλώνναν πκοιος εν' ο καλλίττερος. Άμαν εΐαν την κοτζιάκαρην αρωτήσαν την να ΄ούμεν είντα λαλεί:
«Ανάθθεμάν τα και τα δκυό», λαλεί τους· «με ο χειμώνας φελά, με το καλοκαίριν.»
Εώκαν* της μιαν σακκούλλαν γεμάτην κ' είπαν της να πάη έσσω της, να βαώη* πόρτες και παναθύρκα* και να στουππώσει ούλλες τες τρύπες, κ' ύστερα να την αννοίξη.
Η κοτζιάκαρη εθάρκεν πως η σακκούλλα εν' γεμάτη γρουσά και για τούτον επαραγγείλαν της έτσι για να μεν την δη κανένας. Έκαμεν σαν της επαραγγείλαν κι άνοιξεν την σακκούλλαν. Επεταχτήκαν ΄πο μέσα κουάφες* κ' εγεμώσαν το σπίτι. Οι κουφάες ετυλιχτήκαν πάνω στην κοτζιάκαρην κ' επνίξαν την.
Έρκεται ο γέρος ΄πόξω, πάει ν' ανοίξη την πόρταν, εν' αννοίει. Αχτυπά της μιαν, άννοιξεν. Μπαίνει μέσα και βρίσκει την κοτζιάκαρην πεθαμμένην. Λαλεί:
«Το καλοκαίριν εν' πυρά, χειμώνας εν κρυότη,
που τα φοάται και τα δκυό, την κεφαλήν του τρώ' την.»

* κοτζιάκαρη = γριά,  εσάριζεν = εσκούπιζε, όξα = ή, χερομυλούϊν = μικρό χειρόμυλο, εσιάσιαρεν = σάστισε, εβούραν = έτρεχε, τσαέρες = καρέκλες, πρότσες = πιρούνια, μιαν κοπήν = ένα σωρό, εώκαν = έδωσαν, βαώσει = να κλείσει, παναθύρκα = παράθυρα, κουφάες = οχές.

Δευτέρα 26 Σεπτεμβρίου 2011

Ο Γριστός τζιαι τα τρία παιδκιά: κυπριακό παραμύθι


Μια βολάν είσσεν έναν άθθρωπον τζι' είσσεν τρία παιδκιά. Όσον τζι' εκόντεψεν ο τζαιρός που ήθεν να πεθάνει εφώναξεν τα παιδκιά του να τους δκιαμοιράσει τα μάλια του. Αρώτησεν τον καθέναν είντα 'μ που θέλουν να τους δώκει. Ο μιτσόττερος λαλεί του:

- Πατέρα, εγιώ εν θέλω τίποτε. Θέλω μόνον την ευτζήν σου.

- Μα γυιέ μου, ποττέ την ευτζήν μου μανιχά;

- Αί, μα μανιχά την ευτζήν σου θέλω.

Εδκιαμοίρασέν τους τα ο τζύρης τους τζι' επέθανεν.

Ύστερα που κάμποσα γρόνια ήρτασιν δύσκολοι τζαιροί τζι' εδυστυχήσαν. «Ρε», λαλεί ο ένας του άλλου, «να φύομεν πο τουν' τον τόπον να ξενιτευτούμεν, πέρκιμον τζι' αλλάξει τζι' η τύχη μας». Έτσι ήτουν. Εφύαν. Επααίνναν, επααίνναν, όσον τζι' εκατηφόρησεν ο ήλιος να δύσει ηύραν έναν γέρον με το καλαθουρίν του τζι' εκάθετουν κοντά σε μιαν βρύσην.

- Εν-ι-ξέρεις παππού, λαλούν του, αν έσσει δαχαμαί κοντά κανέναν χωρκόν τζι' είμαστεν ξένοι;

- Ελάτε, γυιέ μου,, κάτσετε να πνάσετε τζι' εν να πάω τζι' εγιώ τζιαι πάμεν ούλλοι αντάμα.

-Όϊ, παππού, λαλούν του, εν να πάμεν τζιαι βϊαζούμαστεν άμπα τζιαι νυχτωθούμεν μέσ' τα όρη τα ξένα.

- Ποττέ, λαλεί τους ο γέρος, το χωρκόν εν δαμαί κοντά· εγιώ γέρος άθθρωπος τζι' εν να πάω τζι' εσείς κοπέλια έννεν αντροπή σας να φοάστε;

Εμείναν, άμαν τζι' είπεν τους έτσι. Έβκαλεν που το καλάθιν του τρι' αυκά τζι' έδωκεν τους πόναν του καθενού, εν εθέλαν να τα πκιάσουν.

- Μα ποττέ, παππού, εσού έκαμες τόσον κόπον τζι' εδκιακόνησές τα τζιαι να σου τα φάμεν εμείς;

- Αν δεν τα φάτε, λαλεί τους, εν είσαστεν καλά παιδκιά.

Επκιάσαν τα. Αρώτησεν τους ο γέρος πόθθεν έρκουνται τζιαι πού παν τζι' είπαν του ούλλην την ιστορίαν.

- Αί, λαλεί τους, πάμεντε εις το χωρκόν πέρκιμον τζι' εύρετε δουλειάν· εν μιάλον χωρκόν, θωρείς, τζιαι πέρκιμον εύρετε.

Σαν επααίνναν ηύραν μιαν γην για ρεσπερλίκκιν που ήταν ακάμωτη. Γυρίζει ο μιάλος τζιαι λαλεί:

- Ά τζιαι νάην την είχα τούν' την γην τζιαι δκυό- τριά ζευκάρκα βούδκια να την κάμνω, έθελα άλλη ζήσην;

- Αί, τζιαι να σου την δώκω κάμνεις την; είπεν του ο γέρος (ο γέρος ήτουν ο Γριστός).

- Τζιαι κάλο εν την κάμνω; λαλεί του.

- Αί, εν να ελεάς τζιαι τους φτωχούς;

- Τζιαι κάλο να μεν τους ελεώ!

Ήυρεν ο πρώτος ζήσην.

Άμαν τζι' εκοντέψαν του χωρκού, εφαράσαν έναν αλάϊν κολοιοί, θωρεί τους ο δεύτερος:

- Ά, λαλεί, τζι' εγιώ αν ήταν κούελλοι τούτ' οι κολοιοί τζι' έγλεπα τους έθελα άλλη ζήσην;

- Τζιαι γλέπεις τους;

- Γλέπω τους.

Ευλόησεν τους κολοιούς ο Γριστός τζιαι εγίνησαν κουέλλοι.

- Τζι' εν να ελεάς, λαλεί του, τους φτωχούς;

- Τζιαι ποττέ να μεν τους ελεώ;

- Αί, αν τους ελεάς, λαλεί του, εν να τους έσσεις.

Έτσι έδωκεν του τζιαι τούτου ζήσην.

Έμεινεν τωρά ο μιτσύς. «Εσού, γυιέ μου», λαλεί του ο γέρος, «είντα 'μ που θέλεις;». Αί, τούτος είπαμεν πως είσσεν καλήν γνώμην.

- Εγιώ, παππού, λαλεί του, θέλω την ευτζήν σου.

- Μα ποττέ, γυιέ μου, την ευτζήν μου; να μου ζητήσεις να σου δώκω τζι' εσέναν καμμιά ζήσην.

- Αί, λαλεί του, θέλω νάβρω μιαν γεναίκαν που να είσσει την ίδιαν γνώμην μ΄εμέναν.

- Καλάν, λαλεί του, εν να μπούμεν εις το χωρκόν τζι' εν να πάμεν σ' έναν σπίτιν τζιαι να σ' αρμάσω.

Επήαν, εκατέβησαν έσσω στο σπίτι νου αθθρώπου. «Ω! τζιαι καλώς τους, τζι' είντα κάμνετε;» Ου, περιποίησην μεν αρωτήσης! Λαλεί του ο γέρος του αθθρώπου:

- Ήρταμεν να μας δώκεις την κόρη σου στον γυιόν μου τούτον.

- Ά, λαλεί ο άθθρωπος, εν καλά, μα έχω την λογιασμένη με άλλον.

- Όϊ, λαλεί του ο γέρος, εν να την δώκεις για τον γυιόν μου εμέναν.

- Μα ποττέ, λαλεί του, αφού το πωρνόν ο τζύρης του εν να πάει να φέρει τζιαι το κρασίν να χαρτώσομεν· γίνεται;

- Τίποτε, λαλεί του ο γέρος, ο γυιός του τζείνου έννεν καλός άθθρωπος τζι' εν να δυστυχήσει η κοπελλούα σου στα σσέρκα του. Η κοπελλούα σου εν για τον γυιό μου που κάμνει.

- Αί, λαλεί του ο άθθρωπος, πρέπει ν' αρωτήσω τζιαι τον συμπέθθερον μου τζι' αν δεχτεί τζι' εν έσσει έστασην, να σου την δώκω.

Αρωτούν τον τζύρην του κοπελλιού, «ποττέ», λαλεί, «εν λόος τούτος; ... αφούς το πωρνόν πα να φέρω τζιαι τα κρασιά. Έτο έχω τα ούλλα έτοιμα». Λαλεί του ο γέρος:

- Να βάλομεν έναν στοίσσημαν. Να φυτέψωμεν πόναν αμπέλιν. Όπως το φυτέψεις εσού, να το φυτέψω τζι' εγιώ· ίδιον τόπον που το φυτεύκεις εσού να το φυτέψω τζι' εγιώ· τζείνου που' ν' να κάμει σταφύλιν ως το πωρνόν τζιαι να ψηθεί για να βκάλομεν κρασίν, τζείνου να δώκουν την κοπελλούαν.

Εδέχτην, γιατί, λαλεί σου, μ' εμέναν εν δυνατόν να κάμει σταφύλιν, με τζείνου. Εφυτέψαν τ' αμπέλιν. Τζείνου εξέρανεν ως που το πωρνόν, του γέρου ήτουν φορτομένον σατέ μαύρο σταφύλιν. Έτσ' ήτουν. Επαντρέψαν την κοπελλούαν με τον γυιόν του γέρου τζι' έφυεν ο γέρος.

Ύστερις που κάμποσα γρόνια ο Γριστός εθέλησεν να κατεβεί πάλε να τους δοτζιμάσει. Περίτου που τον Αβραάμ, που' τουν ο δίκαιος της γης, τζιαι πάλ' εδοτζίμασέν τον. Εγίνην ένας γέρος με καρφίτες πα στην μουτσούναν του, λυμένος τζιαι σταμένος! Επήεν εις του πρώπου. Άννοιξεν, έμπην έσσω:

- Κάμετε ελεημοσύνην γρισκιανοί μου, στο όνομα του Ιησού Γριστού. Να σας χαρήνει ο Θεός να μάλια σας, τα χτηνά σας.

Βκαίννει έξω η γεναίκα, θωρεί τον:

- 'Ελα κόρη, φωνάζει της δούλας, έπαρ' τουν' το κομμάτιν το ψουμίν τζείν' του γέρου να φύει τζι' εν ημπορώ να τον θωρώ με τζείν' τους καρφίτες, ανακατσιώ τον.

- Εν έσσει λλίον τόπον, τζυρά μου, φωνάζει πάλε ο γέρος, να μείνω τζι' εγιώ ο φτωχός;

- Πήαιννε, πήαιννε, γέρο, τζι' εν έχομεν.

Ο γέρος έδωκεν γυρόν τζιαι πάλε ήρτεν να δοτζιμάσει τζιαι τον άθθρωπον που 'ρτεν που το ζευκάριν.

-Καμμιάν καρκόλαν, γυιέ μου, λαλεί του, να ππέσω τζι' εγιώ τζι' είμαι άρρωστος τζι' εγύρισα το χωρκόν τζι' εν μου εδώκασιν.

- Έσσει, παππού, λαλεί του τζείνος.

- Ασκόπα, λαλεί του η γεναίκα του, άμπα τζιαι βάλεις μου τον καρφικιασμένον μέσ' τα ρούχα τζιαι τζοιμιστρώσεις μου τον!

Ο άθθρωπος είσσεν καλήν γνώμην, αμμά η γεναίκα....

- Αί, πήαιννε, γέρο, λαλεί του, τζιαι πέρκιμον εύρεις αλλού τζι' εν καϊλίζει η γεναίκα μου.

Έφυεν τζι επήεν εις τον δεύτερον. Έκαμεν τζιαι τον στραόν εις τούτον. Επήεν μέσ' την μάντραν που γάλευκεν τες κουέλλες.

- Γυιέ μου, που νάσσεις τα πολλά καλά, νακκουρίν γάλαν τζι' εμέναν του φτωχού του ανήμπορου.

- Καλά, παππού, λαλεί του, μείνε πίσω να μεν μου ξυππάσεις την κουέλλαν τζιαι να σου δώκω.

Πάλε ο γέρος τον χαβά του. Ξυππάζεται η κουέλλα, αχτυπά μιαν του γαλευτηρκού, εσσιόνωσεν του το γάλα. Θυμώννεται τζι' ο βοσκός, πκιάννει το τζυπόϊν, γυρίζει του μιαν του γέρου!

- Αί, τζι' είντα σούκαμα, γυιέ μου, λαλεί του.

- Είντα μούκαμες! λαλώ σου μείνε πίσω τζι' εν να ξυππαστεί η κουέλλα... Τωρά που μου σσιόνωσες το γάλαν...

- Αί, γυιέ μου, να δκιακονίσω τζιαι να σου το πκιερώσω.

Ο γέρος έφυεν. Εδοτζίμασεν τον τζιαι τούτον.

Επήεν εις τον μιτσύν που πήρεν την κοπέλλαν πούσσεν την ίδιαν γνώμη μετά του. Όσον τζι' έμπην έσσω: «Τζιαι καλός τον παππού μας». Εβάλαν τον μέσ' τα ρούχα, εκάμαν του τσσορβάν, ...

- Γυιέ μου να χαρείς, λαλεί του, για να γειάνω είπαν μου πως πρέπει να μου κόψεις λλίον που το βλαντζίν του τούν' του μωρού σου να φάω, τζι' εν να γειάνω.

Έμεινεν δήμιος ο άθθρωπος. Το παιδίν τους ήταν μοναχοπαίιν τζι' αγαπούσαν το τζιαι τζείνος τζι' η γεναίκα του, είντα να σου πω! ...

Είπεν το της γεναίκας του. «Άντρα μου», λαλεί του, «ό,τι θέλεις, τζείνον πράξε». Είπαμεν ότι οι γνώμες τους εσυφφωνούσαν. Λαλεί τους ο γέρος:

- Μα αν το λυπάστε να μεν το κάμετε.

- Ποττέ, παππού, λαλούν του, αφούς εν να γειάνεις ...

- Αί, λαλεί τους, ν' άψετε τον φούρνον καλά- καλά τζιαι να πκιάσετε ένας πο τζει τζι' ο άλλος πο δα, τζιαι να το ρίξετε μέσα να το κάψετε τζιαι να μου φέρετε λλίον που το βλαγκούϊν του να φάω να γειάνω.

Άψαν τον φούρνον, επυρώσαν τον, τζι' επκιάσαν ένας πο τζει τζι' ο άλλος πο δα, τζι' ερίξαν το μέσα. Ύστερις που κάμποσην ώραν λαλεί τους ο γέρος: «Λάμνετε, γυιέ μου, παρατηράτε τζι' εψήθην». Πααίνουσιν, παρατηρούν, είντα να δεις! το μωρόν τους εκάθετουν διπλοπόϊν τζι' εδκιάβαζεν! Παν έσσω νάβρουν τον γέρον να του το πουν, με γέρον, με τίποτε.

- Ολάν, λαλεί της γεναίκας του, εν τζιαι ξέρεις ... ο γέρος τούτος εν τζείνος που μας άρμασεν τζι' εν ο Γριστός τζι' ήρτεν να μας δοτζιμάσει. Ά! τζι αν επήεν τζι' εις τους άλλους μου αρφούς είντα ξέρω!

Πάει, παρατηρά, οι αρφούες του με κούελλους, με κτήματα, με τίποτε. Εχάσαν τα ούλλα.

Μεταφέρθηκε στο διαδίκτυο από NOCTOC

πηγή: NOCTOC



Παρασκευή 12 Αυγούστου 2011

Το Γρουσόψαρον: Κυπριακό Παραμύθι

 Μια βολάν είσσεν έναν φτωχό ψαράν τζι' ούλη νύχτα εμάσσετουν να πκιάση ψάριν τζι' εν επκιάννεν. Εκόντεψεν τέλεια η αυκή, έριξεν πάλε τ' αντζίστριν του τζι' ελάλεν που μέσα του: «Ω! Θεέ μου δυστυχία! Σήμμερα 'ν να πεθάνουν τα παιδκιά μου που την πείναν». Εφάνην του πως ετσίμπησεν τζι' ετράβησεν τ' αντζίστριν. Είντα 'ν να δης! Ένα ψαρούϊν πάνω γρουσόν! Επήεν πως είθεν να το βκάλη που τ' αντζίστριν τζι' άκουσεν μιαν φωνήν να του λαλεί:


«χάμνα το ψαρούϊν
το γρουσόν
στον γιαλόν
τζι' εν να δης καλόν».

«Αί», λαλεί με τον νουν του, «να το χαμνήσω· ζαττίν εν τζιαι κάμνη μου τίποτε έτσι μιτσίν ψαρούϊν».Εχάμνησέν το. Πάλε ακούει την ίδιαν την φωνήν να του λαλεί: «Είντα καλόν θέλεις να σου κάμω;». «Αί», λαλεί του, «να πάω έσσω τζιαι νάβρω ψουμιά τζιαι μαειρέματα». Επήεν έσσω τζι' ηύβρεν τα ούλα όπως τούπεν. Είπεν την ιστορίαν ούλλην της γεναίκας του. «Ολάν», λαλεί του, «αντίς να ζητήσης τίποτε καλόν, εζήτησες ψουμιά τζιαι μαειρέματα;». «Αί καλό», λαλεί της, «να πα να το ξαναπκιάσω πάλε, είντα που θέλεις να του ζητήσω;». Είπεν του η γεναίκα του να ζητήση κονάτζια. Επήεν έριξεν το δίχτιν τζι' έπκιασεν πάλε το γρουσόψαρον. Επήεν να το βκάλη πάλε που τ' αντζίστριν τζι άκουσεν την φωνήν:

«χάμνα το ψαρούϊν
το γρουσόν
στον γιαλόν
τζι' εν να δης καλόν».

Εχάμνησέν το, άκουσεν την φωνήν «είντα καλόν θέλεις να σου κάμω;» τζι' εζήτησεν κονάτζια. Πάει έσσω, είντα να δης, κονάτζια ξώπρωτα! «Ολάν», λαλεί του η γεναίκα του, «να πα να το πκιάης τζιαι να του ζητήσης να γινής εσού βασιλέας τζι' εγιώ βασίλισσα». Επήεν πάλε τζι' έκαμεν όπως έκαμεν τζιαι τες άλλες βολές, άκουσεν την φωνήν, τζι' εζήτησεν ό,τι τούπεν η γεναίκα του. Μα πάει έσσω τζι΄είντα να δης! Μιαν καλύφην όπως πρώτα τζιαι τα παιδκιά του πεινασμένα. Τούτα έφερεν η αχαριστία της γεναίκας του!

Παρασκευή 12 Νοεμβρίου 2010

ΤΟ ΔΑΚΡΥ ΤΟΥ ΣΚΙΝΟΥ- Χιώτικο παραμύθι

Ήταν μια φορά στη Χίο, ένας φτωχός χωρικός με τη γυναίκα του και τα τρία του παλικάρια. Όταν μεγάλωσε πολύ και κατάλαβε ότι θα φύγει από αυτόν τον κόσμο, κάλεσε τα παιδιά του και τους είπε: «Εγώ, παιδιά μου, περιουσία δεν έχω, όμως έχω το χωραφάκι με τα δέκα μαστιχόδεντρα. Μοιραστείτε τα δίκαια και …»

Εκείνη την ώρα όμως κόμπιασε. Η ανάσα του έπαψε να μπαινοβγαίνει από το στόμα του. Η καρδιά του σταμάτησε να κάνει τον χτύπο που τόσα χρόνια έκανε. Ένα δάκρυ κύλησε και έπεσε στο χέρι της γυναίκας του.

Μόνο μια κουβέντα κατάφερε να ξεστομίσει ο γέροντας: «Σας αγαπώ!» Μετά ακούστηκε ο γδούπος ενός άψυχου κορμιού, που έπεφτε με δύναμη στο κρεβάτι.

Η γυναίκα του είχε βουρκωμένα μάτια και τα δάκρυα ήταν έτοιμα να κυλήσουν σαν καταρράκτης.

Τα παιδιά είχαν ήδη αρχίσει να σπαράζουν στο κλάμα. Κρατούσαν την καρδιά του σφιγμένη και όλο φιλούσαν το χέρι του πατέρα τους. Η μητέρα τους τους καθησύχασε, λέγοντας ότι τώρα βρίσκεται σε καλύτερο κόσμο.

Έφτασε και ο Ιούλιος. Άλλος ένας μήνας είχε φύγει, αφήνοντας πίσω θλίψη, πόνο και απορία. Η γυναίκα με τα παιδιά της ήθελαν να πάνε για το «παραδοσιακό κέντημα του σκίνου». Έλεγαν πως έπρεπε να πάνε, για να βγουν και λίγο έξω. Η μητέρα οδήγησε τα παιδιά στο χωράφι τους.

Γύρω έβλεπαν περήφανους σκίνους να στέκουν στο φως του ήλιου. «Εσείς πηγαίνετε από κει», είπε η γυναίκα. Βγάζοντας το κεντητήρι από τη τσέπη της, ξεκίνησε. Μετά από λίγα λεπτά άρχισαν να πέφτουν δάκρυα πόνου, απ΄ τον περήφανο σκίνο. Και το ίδιο έγινε με τα παιδιά. Τώρα το χώμα είχε απορροφήσει λίγα δάκρυα με ένα πονεμένο «γιατί» Όταν τελείωσαν με μερικούς απ΄ τους σκίνους παρατήρησαν έναν διαφορετικό. Ήταν ένα ψηλό δέντρο με μεγάλα κλαδιά, που έριχναν τη σκιά τους σ΄ ένα μικρό θαμνάκι δίπλα τους.

Όλοι παραξενεύτηκαν. Έτρεξαν με φόρα επάνω του και τον χάιδεψαν με μια αγάπη και μια ζεστασιά, σαν να ήταν παιδί τους. Τότε κάτι ασυνήθιστο συνέβη.

Ο σκίνος χωρίς να τον έχουν πληγώσει, άρχισε να ρίχνει κάτω δάκρυα, δάκρυα που έπεφταν πάνω στο χέρι της γυναίκας και των παιδιών και γίνονταν ένα μ΄ αυτά. Όλοι εκείνη τη στιγμή παρατήρησαν την εικόνα του αγαπημένου τους να είναι «αγκαλιασμένος» από τα κλαδιά, λες και ήταν κάποιος θησαυρός. Η μητέρα τότε θυμήθηκε το δάκρυ που είχε αφήσει ο άντρας της επάνω στο χέρι της.

Έτσι κατάλαβε ότι ετούτος εδώ ο σκίνος είχε ξεχωριστά, ανθρώπινα αισθήματα. Τότε τα κλαδιά του έσκυψαν σχεδόν αγκαλιάζοντας το κεφάλι των παλικαριών και της μητέρας τους. Άφησε και πάλι ένα δάκρυ και μετά δίνοντάς τους την εικόνα, έκανε πίσω τα κλαδιά του. Η συγκίνηση ήταν αναπόφευκτη.

Η γυναίκα τώρα είχε καταλάβει ότι δεν ήταν μόνο εκείνη θλιμμένη, αλλά και η γύρω φύση ήταν λυπημένη.

Τότε, ένα απ΄ τα παιδιά θυμήθηκε που ο πατέρας του μιλούσε για έναν πολυαγαπημένο του σκίνο. Κανείς τους μετά από αυτήν την ανάμνηση δεν ήθελε να κεντήσει το σκίνο και να τον κάνει να κλαίει από πόνο.

Όμως εκείνη την ώρα μια ιδέα έλαμψε στα πρόσωπα όλων. Σκέφτηκαν να μην έρχονται κάθε χρόνο για το κέντημα, αλλά κάθε δύο χρόνια, για να αφήσουν να υπάρξουν και άλλες γενιές μαστιχόδεντρων.

Όσο για το σκίνο που συνάντησαν, δεν θα τον πειράξουν ποτέ ξανά, γιατί ήταν σαν παιδί τους.

Όλοι, λοιπόν, σκέφτηκαν πως ένα μάθημα τους διδάσκεται: «Οι άνθρωποι δεν είναι τα μόνα όντα με αισθήματα. Αντίθετα, όπως όλοι στεναχωριούνται, όταν κάποιος πεθαίνει, έτσι νιώθει και η Μητέρα όλων μας: η φύση!»


Ευαγγελία Τσαμπλάκου-Τάξη Στ΄
Από το βιβλίο «Μαστιχένιες ιστορίες…»- Χίος 2008                  http://www.tholopotamousika.gr/paramythia.htm

Κυριακή 17 Οκτωβρίου 2010

Καππαδοκικό παραμύθι

Ο φτωχός και ο πλούσιος

Σε ένα χωριό της Ανατολής ζούσε κάποτε μία πολύ φτωχή οικογένεια που είχε εφτά παιδιά. Για σπίτι είχανε ένα καλύβι σκεπασμένο με καλαμιές και γύρω γύρω πάλι φυλαγμένο με καλαμιές.
Το ψωμί της οικογένειας ήταν πάντα λιγοστό. Όταν βοηθούσε η τύχη φώναζαν τον πατέρα για δουλειά και για μεροκάματο, του δίνανε ένα ψωμί ή καμπόσο αλεύρι. Το αλεύρι που μαζεύονταν η μάνα το ζύμωνε και το φούρνιζε μέσα σ ' ένα λάκκο που είχαν στο καλύβι, και χρησίμευε σαν θερμάστρα για το χειμώνα.

Την ημέρα που ήταν η μάνα να ετοιμάσει το ψωμί γύρω γύρω τα  παιδιά περίμεναν πότε θα ξεφουρνίσει η μάνα και έτρωγαν τη μερίδα τους πριν καλά καλά κρυώσει. Μες το καλύβι ήταν μεσ' τη χαρά. Μετά το ψωμοφάγι τα παιδιά τραγουδούσαν και χόρευαν χωρίς σταμάτημα. Η μάνα και ο πατέρας βλέποντας τα παιδιά χορτάτα και χαρούμενα έπαιρναν κι αυτοί τη δική τους χαρά. . Τα τραγούδια είχαν δικά τους λόγια απλά και αληθινά:

«Έχουμε καλό ψωμί σήμερα είναι γιορτή έχει το ψωμί αλάτι νοστιμίζει το ψωμάκι».

Όλη η οικογένεια κοιμούνταν πάνω στο ίδιο αχυρένιο στρώμα που δεν μαζεύονταν ποτέ, και σκεπάζονταν με το ίδιο πάπλωμα γεμισμένο με μαλλί. Σε μία άκρη ξάπλωνε ο πατέρας, δίπλα του η γυναίκα, πάρα δίπλα το μωρό και στην άλλη άκρη το μεγαλύτερο παιδί της φαμελιάς. Η πιο μεγάλη έγνοια των γονιών ήταν να κοιμούνται χορτασμένα τα παιδιά τους για να μην κλαίνε το πρωί με το ξύπνημα.
Η μόνη περιουσία της φαμελιάς ήτανε μία κότα που γεννούσε κάθε μέρα ένα αυγό που το έτρωγε ένα από τα παιδιά. Όταν στο καλύβι δεν βρίσκονταν τίποτε άλλο για φαγητό, έτρωγαν όλοι μαζί το αυγό για να
ξεγελάσουν την πείνα τους. Αλλοι έτρωγαν το ασπράδι και άλλοι το κρο-κάδι και παράπονο δεν έκανε κανένας.

Κάποια μέρα το παιδί που είχε τη σειρά του, περίμενε το κακάρισμα της κότας και πήγε να πάρει το αυγό του.
Αυτό όμως ήτανε μικρό σαν αυγό πέρδικας. Το παίρνει και πηγαίνει στενοχωρημένο στη μάνα του.
— Μάνα είμαι άτυχος λέει. Αυτό το αυγό δεν φτάνει ούτε για μια μπουκιά. Κρίμα που περίμενα και έκανα όρεξη.
— Δεν πειράζει, λέει η μάνα. Την άλλη φορά μπορεί το αυγό σου να είναι μεγάλο σαν της χήνας. Και το έβαλε στο μπρίκι για να βράσει. Όταν μετά από λίγο κατεβάζει το μπρίκι από τη φωτιά η μάνα βλέπει πως το αυγό είχε γίνει κίτρινο σαν το χρώμα του χρυσού.
Κάνει να το πιάσει με το χέρι και βλέπει πως ήτανε σκληρό, καυτερό και γυαλιστερό! Αφήνει το αυγό να κρυώσει και βλέπει πως ήτανε βαρύ και σκληρό σαν σίδερο. Δεν έσπαγε με τίποτα.
Μάνα και παιδί έμειναν με την απορία μέχρι να έρθει ο άνδρας του σπιτιού, ο οποίος βλέπει το αυγό και λέει:
— Αυτό γυναίκα μοιάζει με χρυσάφι. Αύριο θα πάω στον σαράφι να ρωτήσω, γιατί εγώ δεν ξέρω από τέτοια!
Την άλλη μέρα παίρνει το κίτρινο αυγό και πηγαίνει στον σαράφι. Είπε την ιστορία, πως βρέθηκε στα χέρια του αυτό το πράμα και περίμενε.
Ο σαράφης το παίρνει, το δαγκώνει λίγο, το κοιτάζει καλά και ξαναρωτάει για να μάθει καλύτερα την υπόθεση.
— Αυτό είναι χρυσάφι, λέει. Είσαι τυχερός που η κότα σου γεννάει χρυσαφένια αυγά. Εγώ όμως δεν το αγοράζω γιατί φοβάμαι. Όπως ήταν αυγό και έγινε χρυσάφι, έτσι μπορεί να γίνει πάλι αυγό μετά από μία ώρα. Αν θέλεις να μου το δώσεις το παίρνω για χατίρι και σου δίνω δύο γρόσια για να αγοράσεις ένα ψωμί για τα παιδιά σου.
— θα ρωτήσω τη γυναίκα μου, λέει ο φουκαράς, και γυρίζει πίσω με το χρυσό αυγό στο χέρι.
Αφού το συζήτησε με τη γυναίκα του που δεν είχε ιδέα από χρυσάφια και θησαυρούς, το έκρυψε κάτω από το αχυρένιο στρώμα του.
Αραιά και που κοίταζε αν βρίσκεται στη θέση του το αυγό και αν
άλλαξε το χρώμα του. Όσο περνούσε ο καιρός το αυγό χρύσιζε πιο πολύ.

Αρκετά πιο πέρα από το καλύβι του φτωχού ήταν το παλάτι ενός πλούσιου, που δεν είχε παιδιά. Το βίος του ήταν αμέτρητο.

Είχε απέραντες εκτάσεις δικές του και πολλά κοπάδια ζωντανά. Στη δούλεψη του κρατούσε γραμματικούς επιστάτες, εργάτες και υπηρέτες.
Στην αυλή του είχε μία βρύση κοντά σε τρεις λεύκες που έτρεχε νύχτα μέρα κρυστάλλινο νερό. Έλεγαν πως τις νύχτες μέχρι τα ξημερώματα τραγουδούσαν και χόρευαν εκεί γύρω νεράιδες όμορφες για χάρη του νοικοκύρη τους.
Στο μεγάλο δωμάτιο του παλατιού, όπου έμπαιναν λίγοι άνθρωποι
έλεγαν πως κατέβηκε ο δεύτερος ουρανός. Από πάνω είχε ζωγραφισμένα το φεγγάρι, τ' αστέρια και άλλα ουράνια σώματα και στα πλάγια από τη μεριά της Ανατολής αντί για παράθυρο είχε ζωγραφιστό έναν ήλιο χαμογελαστό. Ήταν ένας ουρανός που δε βρέχει ούτε χιονίζει ποτέ.
Δίπλα στην εξώπορτα της αυλής είχε μία μαρμάρινη βάση με δύο σκαλιά στη μία μεριά. Εκεί τραβούσαν οι υπηρέτες το άλογο το ραχβανί* για να καβαλήσει ο πλούσιος και να πάει στις δουλειές και τις υποθέσεις του.
Το πλούτος του φτωχού ήταν τα παιδιά του και οι χίλιες χαρές που έρχονταν μαζί με αυτά.
Το πλούτος του πλούσιου ήταν τα αμέτρητα χτήματα και το βίος του. Έλεγαν πως με όλα αυτά που έχει δεν είναι ευχαριστημένος γιατί του λείπουν οι αληθινές χαρές της ζωής, τα παιδιά.
Ανάμεσα στον πλούσιο και το φτωχό δεν υπήρχε τίποτα κοινό. Μερικές μέρες μόνο πήγαινε ο φτωχός και δούλευε εργάτης στα χτήματα του πλούσιου, για να οικονομήσει λιγοστό αλεύρι για τα παιδιά του. Είχε όμως ένα μεγάλο και βασανιστικό παράπονο ο φτωχός από τον πλούσιο. Ήθελε να τον χαιρετάει όταν καβάλα στο άλογο περνούσε από το δρόμο μπροστά από το καλύβι του.
Όταν τον έβλεπε ο φτωχός να έρχεται από μακριά με τους σωματοφυλακές του από πίσω, πήγαινε προς το δρόμο και περίμενε να πάρει χαιρετισμό, και να τον ανταποδώσει.
Ποτέ όμως δεν άκουσε την καλημέρα του. Ο πλούσιος περνούσε κρατώντας το κεφάλι ψηλά και το μάτι καρφωμένο μπροστά χωρίς να καταδεχτεί ποτέ του να στρίψει το πρόσωπο και να δώσει την καλημέρα του.

Ζούσαν στον ίδιο τόπο, την ίδια γειτονιά και περίμενε, ήθελε την καλημέρα του πλουσίου σαν μεγάλη χάρη.
Ήρθε πέρασε ο καιρός και κύλησαν τα χρόνια χωρίς να σβήσει ο καημός του φτωχού. Έπεσε άρρωστος στο κρεβάτι και τον πήραν οι συλλογισμοί. Έπρεπε να ετοιμάσει τον εαυτό του για τον άλλο κόσμο. Για να κάνει την ετοιμασία αυτή ήταν ανάγκη να τακτοποιήσει δύο υποθέσεις,
Η μία ήταν να ακούσει έναν χαιρετισμό από τον γείτονα και η άλλη ήταν να μοιράσει το χρυσό αυγό, που το δικαιούνταν τα παιδιά και η γυναίκα του.
Για τη μοιρασιά σκέφτονταν πολύ καιρό και λύση δεν εύρισκε. Πώς να κομματιάσει το χρυσό αυγό; Πώς να το μοιράσει δίκαια στη γυναίκα και τα παιδιά του; Φοβούνταν μήπως χωρίς να το θέλει αδικήσει κάποιον απ' όλους και δεν τολμούσε να αποφασίσει.
Κάποια στιγμή του ήρθε μία ιδέα. Στέλνει το μεγάλο παιδί του και προσκαλεί τον πλούσιο να έρθει εξάπαντος στο καλύβι του.
«Σε θέλει, λέει για πρώτη και τελευταία φορά στη ζωή του για κάτι που είναι ανάγκη». Ο πλούσιος έκανε την χάρη και ήρθε στο καλύβι. Ο φτωχούλης ήταν ξαπλωμένος πάνω στο αχυρένιο στρώμα του άρρωστος αδύναμος βαρύς. Έκανε να ανακαθίσει αλλά δεν είχε δυνάμεις.
«Καλώς καταδέχτηκες να μπεις στο καλύβι μου γείτονα, λέει. Ήρθαν, πέρασαν τα χρόνια και φεύγω για τον άλλο κόσμο. Έχω όμως ένα καημό και θέλω να στο μολογήσω. Πέσ' μου γιατί ποτέ σου δε γύρισες το πρόσωπο να μου δώσεις την καλημέρα σου; Ήθελα πολύ να την ακούσω από το στόμα σου, γιατί η καλημέρα είναι του Θεού και σ' όποιον την λες ανθίζει. Για να μη φύγω από τον κόσμο μ' αυτό το μεγάλο παράπονο σε κάλεσα να 'ρθεις και να με αποχαιρετίσεις αφού δεν θέλησες ποτέ σου να με χαιρετήσεις. Μου έκανες μεγάλη τιμή που ήρθες στο κάλεσμα του αποχαιρετισμού. Επειδή η πράξη σου αυτή έχει για μένα μεγάλη αξία, πάρε τούτο το αυγό που βασανίστηκα πολύ να το μοιράσω δίκαια αλλά δεν τα κατάφερα. Μου είναι τόσο βαρύ που δεν μπορώ να το σηκώσω. Αγκιστρώνει την ψυχή μου εδώ στο χώμα και δεν την αφήνει να πετάξει στα ουράνια και να περάσει εύκολα τα τελώνια».
Απλωσε το χέρι, και ακούμπησε το αυγό, στην παλάμη του πλούσιο γείτονα που έμενε άλαλος και αμήχανος. Καθώς είπε τα τελευταία λόγια άφησε και την ύστερη πνοή του.
Ο πλούσιος κοίταξε γύρω τριγύρω του. Απόθεσε το χρυσό αυτό εκεί δίπλα στο αχυρόστρωμα και με σκυφτό κεφάλι ορθώθηκε για να δώσει τον χαιρετισμό που χρωστούσε σ' όλη του τη ζωή. Καθώς άπλωνε βαριά τα βήματα για να φύγει τον άκουσαν που έλεγε:
— «Αν ένα τόσο μικρό κομμάτι χρυσό δίνει τόσο πολύ βάρος στην •ψυχή και δεν την αφήνει να πετάξει, πώς θα πετάξει η δική μου όταν έρθει η ώρα εκείνη με τα τόσα χρυσάφια που έχω παραχωμένα;»
Από τότε ο ακατάδεχτος πλούσιος έγινε αλλιώτικος άνθρωπος. Ήτανε καταδεχτικός, συμπαθητικός και δεν έλειψε η καλημέρα του Θεού από το στόμα και την καρδιά του.
Και εκείνοι έζησαν καλά κι εμείς καλύτερα

ραχβανί = άλογο με καλό περπάτημα


Πηγή: http://www.kappadokes.gr/greek/customs/stories/stories_gr1.htm