μεταφραστικό δάνειο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μεταφραστικό δάνειο < πιθανόν μεταφραστικό δάνειο από τη γερμανική Lehnübersetzung ή αγγλική loan translation → δείτε τις λέξεις μεταφραστικός και δάνειο
Προφορά
[επεξεργασία]Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]μεταφραστικό δάνειο ουδέτερο
- (γλωσσολογία, είδος γλωσσικού δανείου) δάνεια λέξη, όρος ή φράση που δημιουργείται σε μία γλώσσα από την πιστή ή ελεύθερη μετάφραση της αντίστοιχης λέξης, όρου ή φράσης της ξένης γλώσσας
- ⮡ η έκφραση από πού κι ως πού είναι μεταφραστικό δάνειο της έκφρασης nereden nereye από τα τουρκικά
- ⮡ η λέξη ουρανοξύστης είναι μεταφραστικό δάνειο της λέξης skyscraper από τα αγγλικά
- ⮡ ο όρος βιβλίο τσέπης είναι μεταφραστικό δάνειο της έκφρασης pocket book από τα αγγλικά
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- Μεταφραστικά δάνεια (νέα ελληνικά) στο Βικιλεξικό
- λήμματα-μεταφραστικά δάνεια στο Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- σημασιολογικό δάνειο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Πολυλεκτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γλωσσολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)