zoom

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
zoom zooms

zoom (en)

  1. σβούρισμα
  2. ζουμ
ενεστώτας zoom
γ΄ ενικό ενεστώτα zooms
αόριστος zoomed
παθητική μετοχή zoomed
ενεργητική μετοχή zooming

zoom (en)

  1. ζουμάρω
  2. (αμετάβατο, ανεπίσημο) ορμώ
    ⮡  He was zooming through the crowd.
    Όρμησε μέσα από το πλήθος.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη dart



Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /zum/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

zoom (fr)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]