yearn

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας yearn
γ΄ ενικό ενεστώτα yearns
αόριστος yearned
παθητική μετοχή yearned
ενεργητική μετοχή yearning

yearn (en) (αμετάβατο)

  1. λαχταρώ
    • All I yearn for is a simple life. - Όλο κι όλο/Το μόνο που λαχταρώ είναι μια απλή ζωή.