warten

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

warten (de) auf jdn. / etwas (παρατατικός: wartete, μετοχή παρακειμένου: gewartet)