vreme

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

vreme (ro) θηλυκό


Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

vreme (sr)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

vreme (sl)