visit
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
visit | visits |
visit (en)
- η επίσκεψη
- ↪ during my first visit to London - κατά την πρώτη μου επίσκεψη στο Λονδίνο
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | visit |
γ΄ ενικό ενεστώτα | visits |
αόριστος | visited |
παθητική μετοχή | visited |
ενεργητική μετοχή | visiting |
visit (en)
- (μεταβατικό) επισκέπτομαι, πάω να δω ένα άτομο ή ένα μέρος για ένα χρονικό διάστημα
- ↪ Visit Greece!
- Επισκεφθείτε την Ελλάδα!
- ↪ In the summer, we will visit our cousins in Greece.
- Το καλοκαίρι θα επισκεφτούμε τα ξαδέρφια μας στην Ελλάδα.
- ↪ I have visited three European countries so far.
- Έχω επισκεφτεί τρεις ευρωπαϊκές χώρες μέχρι στιγμής.
- ↪ Visit Greece!
- (μεταβατικό) επισκέπτομαι, κάνω μια επίσημη επίσκεψη σε κάποιον, για παράδειγμα για να κάνω ελέγχους ή να δώσω συμβουλές
- ↪ In addition to his visit to Belgium and Italy, the prime minister will also visit France in between.
- Εκτός από την επίσκεψή του στο Βέλγιο και την Ιταλία, ο πρωθυπουργός θα επισκεφθεί ενδιάμεσα και τη Γαλλία.
- ↪ In addition to his visit to Belgium and Italy, the prime minister will also visit France in between.