vape
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]vape (en)
- (νεολογισμός) ατμίζω («καπνίζω» ηλεκτρονικό τσιγάρο)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]vape (en)
Σημειώσεις
[επεξεργασία]Η λέξη αναδείχθηκε λέξη της χρονιάς (2014) από το λεξικό της Οξφόρδης