vague

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]

vague (en)

  1. αόριστος, ασαφής
  2. αμυδρός
  3. θολός, χωρίς σαφή περιγράμματα

Συγγενικά

[επεξεργασία]



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

vague (fr)

Επίθετο

[επεξεργασία]

vague (fr)

Ce que tu dis est très vague : αυτό που λες είναι πολύ αόριστο.

Συγγενικά

[επεξεργασία]

vaguement