urgence

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
urgence < urgent

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
urgence urgences

urgence (fr)θηλυκό

  1. η ιδιότητα του επείγων
  2. η επείγουσα ανάγκη

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • (πολιτική) état d'urgence: κατάσταση έκτακτης ανάγκης

Συγγενικά

[επεξεργασία]