upload

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
upload < up- + load

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
upload uploads

upload (en)

  1. το ανέβασμαεπιφόρτωση) ενός αρχείου στο διαδίκτυο

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]
ενεστώτας upload
γ΄ ενικό ενεστώτα uploads
αόριστος uploaded
παθητική μετοχή uploaded
ενεργητική μετοχή uploading

upload (en)

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • download
  • load
  • πρόταση μετάφρασης "αναφορτώνω" για την λέξη "upload" από ΕΛΕΤΟ