ulgowy

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

ulgowy < ulga

Επίθετο

[επεξεργασία]

ulgowy (pl)

  • (για εισιτήριο, θέση κλπ) μειωμένος

Συνώνυμα

[επεξεργασία]