two-seater

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
two-seater two-seaters

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
two-seater < two + seater

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

two-seater (en)

  • το διθέσιο, που έχει δυο θέσεις
    a two-seater (car) - διθέσιο αυτοκίνητο