two-seater
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
two-seater | two-seaters |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]two-seater (en)
- το διθέσιο, που έχει δυο θέσεις
- ↪ a two-seater (car) - διθέσιο αυτοκίνητο