tutor

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
tutor tutors

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

tutor (en)



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
tutor < λείπει η ετυμολογία

tutor (la)