tunique

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
tunique < λατινική tunica

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ty.nik/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
tunique tuniques

tunique (fr) θηλυκό