troll
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
troll | trolls |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]troll (en)
- (λαογραφία, διαδικτυακή αργκό) το τρολ
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
troll | trolls |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]troll (fr) αρσενικό
- (λαογραφία, διαδικτυακή αργκό) το τρολ