tricot

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
tricot tricots

tricot (fr) αρσενικό

  1. το πλεκτό
  2. το πουλόβερ, το τρικό
  3. το πλέξιμο