train
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
train | trains |
train (en)
- (μέσο μεταφορών) το τρένο, ο σιδηρόδρομος
- ↪ The ten o’clock train suits me very well.
- Το τρένο των δέκα με βολεύει μια χαρά.
- ↪ Athens is connected to Chalkida by car and by train.
- Η Αθήνα συνδέεται με τη Χαλκίδα οδικώς και σιδηροδρομικώς.
- ↪ The ten o’clock train suits me very well.
- γενική σειρά συνδεδεμένων πραγμάτων ή ανθρώπων
Σύνθετα
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | train |
γ΄ ενικό ενεστώτα | trains |
αόριστος | trained |
παθητική μετοχή | trained |
ενεργητική μετοχή | training |
train (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) ασκώ, γυμνάζω, εκπαιδεύω, διδάσκω σε ένα άτομο ή σε ένα ζώο τις δεξιότητες για μια συγκεκριμένη δουλειά ή δραστηριότητα
- ↪ I am training in fencing.
- Ασκούμαι στην ξιφομαχία.
- ↪ He trained the students in pronunciation.
- Άσκησε τους μαθητές στην προφορά.
- ↪ I am training a horse.
- Ασκώ ένα άλογο.
- ↪ They were training seals for the circus.
- Γυμνάζανε φώκιες για τσίρκο.
- ↪ They are trained in street warfare.
- Είναι εκπαιδευμένοι στις οδομαχίες.
- ↪ There is a shortage of trained nurses.
- Υπάρχει έλλειψη εκπαιδευμένων νοσοκόμων.
- ↪ a well-trained crew - καλά εκπαιδευμένο πλήρωμα
- ≈ συνώνυμα: coach και prepare
- ↪ I am training in fencing.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) εξασκώ, προπονώ, εκγυμνάζω, γυμνάζω, προετοιμάζομαι για μια συγκεκριμένη δραστηριότητα με σωματικές ασκήσεις, ειδικά ένα άθλημα· προετοιμάζω έναν άνθρωπο για αυτό
- ↪ I am training my son in swimming.
- Εξασκώ το γιο μου στο κολύμπι.
- ↪ He has trained in running/in shooting/in playing cards.
- Έχει εξασκηθεί στο τρέξιμο/στη σκοποβολή/στη χαρτοπαιξία.
- ↪ The coach is training the players.
- Ο προπονητής προπονεί τους παίκτες.
- ↪ Train me, it is very important.
- Προπονήστε με είναι πολύ σημαντικό.
- ↪ They are training for the boat race.
- Εκγυμνάζονται/Προπονούνται για τις λεμβοδρομίες.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη exercise
- ↪ I am training my son in swimming.
- (μεταβατικό) γυμνάζω, εξασκώ, αναπτύσσω μια φυσική ικανότητα ή ιδιότητα έτσι ώστε να βελτιώνεται
- ↪ an ear trained to catch every sound - αυτί γυμνασμένο να πιάνει όλους τους ήχους
- ↪ a trained body - εξασκημένο σώμα
- (μεταβατικό) ρίχνω, κάνω ένα αναρριχητικό φυτό να μεγαλώνει προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση
- ↪ I am training the roses along the wall.
- Ρίχνω τριανταφυλλιές σε έναν τοίχο.
- ↪ I am training the roses along the wall.
- (μεταβατικό) στρέφω ένα όπλο, κάμερα, φως κτλ. σε κάποιον ή κάτι
Σύνθετα
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- train (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- train (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 131, 201, 271. ISBN 9780194325684., λήμμα: ασκώ, γυμνάζω, εκπαιδεύω
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
train | trains |
train (fr) αρσενικό
- το τρένο, η αμαξοστοιχία, ο συρμός