throw up
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | throw up |
γ΄ ενικό ενεστώτα | throws up |
αόριστος | threw up |
παθητική μετοχή | thrown up |
ενεργητική μετοχή | throwing up |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]throw up (en)
Πηγές
[επεξεργασία]- throw up - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 608. ISBN 9780194325684., λήμμα: ξερνώ