tenure
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]tenure (en)
- η κατοχή ενός αξιώματος, η θητεία
- το διάστημα κατά το οποίο κάποιος κατέχει ένα αξίωμα, η θητεία
- η μονιμότητα (για πανεπιστημιακούς καθηγητές)
- το δικαίωμα κατοχής γης στη φεουδαρχία
Ρήμα
[επεξεργασία]tenure (en)
- δίνω μονιμότητα σε πανεπιστημιακό καθηγητή, μονιμοποιώ