talus

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενικός πληθυντικός
talus talus

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

talus (fr) αρσενικό

  1. (τεχνολογία) κλίση
  2. χωράφι με μεγάλη κλίση
  3. λοφίσκος, βουναλάκι, τύμβος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

talus (la) αρσενικό

  1. (ανατομία) αστράγαλος
  2. (ανατομία) φτέρνα
  3. (για αρπακτικό πτηνό) νύχι
  4. κόκκαλο από αρθρώσεις ζώων που χρησιμοποιείται για παιχνίδια
  5. (στον πληθυντικό) παιχνίδι με ζάρια