symptôme

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
symptôme symptômes

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

symptôme (fr) αρσενικό