supreme

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: suprême
παραθετικά
θετικός supreme
συγκριτικός more supreme
υπερθετικός most supreme

Επίθετο

[επεξεργασία]

supreme (en)

  • ανώτατος, που κατέχει την υψηλότερη βαθμίδα
    ⮡  the Supreme Being - το Ανώτατο Όν
    ⮡  the Supreme Court - το Ανώτατο Δικαστήριο