summum
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
summum | summum |
summum (fr) αρσενικό
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]Επίρρημα
[επεξεργασία]- υπερθετικός βαθμός του supero
(superius) |