suivi
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- suivi < suivre
Προφορά
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | suivi | suivis |
θηλυκό | suivie | suivies |
suivi (fr)
- αδιάλειπτος, εξακολουθητικός, συνεχής, τακτικός
- ≈ συνώνυμα: régulier
- ≠ αντώνυμα: inégal, irrégulier
- λογικός
- ακολουθούμενος από
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
suivi | suivis |
suivi (fr) αρσενικό
- η επίβλεψη μιας υπόθεσης επί αρκετό χρόνο, η παρακολούθηση
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη suivre