sublimation

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

sublimation (en)

  1. (φυσική, χημεία) η εξάχνωση, η μετατροπή ενός στερεού σε αέριο χωρίς να μεσολαβήσει η υγρή κατάσταση
     αντώνυμα: deposition
  2. (ψυχολογία) η μετουσίωση
    (προσοχή, το ερμήνευμα αυτό αφορά μόνο τον ψυχολογικό μηχανισμό άμυνας)

Υπερώνυμα

[επεξεργασία]



      ενικός         πληθυντικός  
sublimation sublimations

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

la sublimation (fr) θηλυκό

  1. η υποβολή
  2. (φυσική, χημεία) η εξάχνωση