study
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
study | studies |
study (en)
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | study |
γ΄ ενικό ενεστώτα | studies |
αόριστος | studied |
παθητική μετοχή | studied |
ενεργητική μετοχή | studying |
study (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) μελετώ, σπουδάζω
- ↪ Ι study at Oxford.
- Σπουδάζω στην Οξφόρδη.
- ↪ We are studying music at university.
- Σπουδάζουμε μουσική στο πανεπιστήμιο.
- ↪ Ι study at Oxford.