steal

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /stiːl/
ομόηχα: steel, stele

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
steal steals

steal (en)

  1. η κλεψιά, η ενέργεια του ρήματος steal (κλέβω)
  2. εμπόρευμα σε τιμή ευκαιρίας
ενεστώτας steal
γ΄ ενικό ενεστώτα steals
αόριστος stole
παθητική μετοχή stolen
ενεργητική μετοχή stealing
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

steal (en)

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]