span
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
span | spans |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]span (en)
- το διάστημα, η αόριστη ή συγκεκριμένη χρονική απόσταση
ενικός | πληθυντικός |
span | spans |
span (en)